Σκέφτομαι πως τώρα που μπήκε ο χειμώνας, τα όνειρά μας στάζουν στα Χανιά, σαν εκείνο το ‘‘κουφάρι’’ της δημοτικής Αγοράς στο κέντρο της πόλης, που σημάδεψε τα όνειρά μας.
Και κάθομαι απέναντι από την Αγορά και σκέφτομαι, λέει, ότι η βροχή έρχεται από τα κάτω προς τα πάνω (σαν πίδακας) που ψάχνει να γίνει φωνή, ψάχνει να γίνει το μύρο της αντάρας, γιατί εκείνο το ‘‘γιαπί’’ στο κέντρο της πόλης που δεν έχει ούτε σκεπή, (ούτε τελειωμό…), ούτε γραφείο Τύπου, ούτε αεροπορικό εισιτήριο να πάει το ίδιο στην Αθήνα – έχει την βροχή σαν αποκούμπι, για να τους ξεπλύνει.
Τι κι αν το λένε Αγορά, τι κι αν το λένε ‘‘κύκλωμα’’ τι κι αν λεει ο αρμόδιος «Είμαι ο σίφουνας αυτοδιοικητικός, ο ‘‘ρουκ-ζουκ’’, ο ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», εκεί θα μείνει μέσα στη βροχή μέχρι να καβαλήσουμε και τούτον τον χειμώνα και θα ακούει από το μεγάφωνο στη διαπασών: «θα, θα, θα, θα». Και η από κάτω ερχόμενη βροχή τώρα κοιτάξαμε προς τον ουρανό και, ω του θαύματος, για πρώτη φορά έπεσε από τον ουρανό.
Σουρεάλ η κατάσταση σε τούτη την πόλη…