Λες: χρειάζομαι ένα νέο ξεκίνημα. Σε ένα μέρος μακρινό. Να πάρω μαζί μου όσο το δυνατό λιγότερα. Ιδανικά τίποτα. Να παρουσιάσω την καινούρια εκδοχή του εαυτού μου. Αυτά λες. Και μια μέρα φεύγεις. Δεν είναι απλό. Ποτέ δεν είναι απλό.
Ο σπόρος του αυτοβιογραφικού δίνει μια διαφορετική δυναμική σε ένα κείμενο. Ιδίως η απόπειρα του γράφοντος να δει από απόσταση την ίδια του την εμπειρία, να μην αποκαλύψει τα πάντα, να κρυφτεί πίσω από την ελάχιστη υπόνοια μυθοπλασίας.
17η Δεκεμβρίου, πρώτη μέρα. Στροβιλισμός. Τι γυρεύω εδώ; Ξυπνώ ζαλισμένος από το τζετ λαγκ σε ένα δωμάτιο ψηλά σ’ έναν λόφο που τον λούζει ο δυνατός ήλιος, περιστοιχισμένος από τροπικά δένδρα και πολλά πουλιά που κελαηδούν άγνωστες μελωδίες. Πολίτης της Αυστραλίας με πλήρη δικαιώματα.
Ο Τάκης Κατσαμπάνης αφήνει την Αθήνα και μεταναστεύει στην Αυστραλία. Ιστορία γνωστή, όχι η δική του, αλλά η ιστορία τόσων και τόσων γνωστών και φίλων που εγκαταλείπουν τα τελευταία χρόνια τη χώρα, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, προσδοκώντας κάτι καλύτερο, κάτι διαφορετικό. Η (ψευδ-)αίσθηση της καινούριας αρχής και η απομάγευση. Όχι για όλους, κάποιοι βρίσκουν αυτό που γυρεύουν ή προσαρμόζουν αυτά που βρίσκουν σε όσα γύρευαν. Κάποιοι άλλοι λαχταρούν να γυρίσουν, αναπολούν, και η απόσταση γιγαντώνει τη νοσταλγία, από μακριά όλα μοιάζουν υπέροχα, τα όμορφα μένουν στα ψηλά ράφια της μνήμης. Και όσοι τα καταφέρνουν να γυρίσουν έχουν, εκτός όλων των άλλων, να αντιμετωπίσουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την ενοχή της αποτυχίας.
Η ιστορία του Κατσαμπάνη, έτσι όπως αποφάσισε να τη γράψει, περιλαμβάνει δύο αφηγήσεις σε δύο χρόνους· από τη μία τα ημερολόγια από την πενταετή παραμονή του στην Αυστραλία και από την άλλη τις σκέψεις του μετά την επιστροφή. Δεν επιχειρεί να κάνει κάποιου είδους ταμείο, κάτι τέτοιο δεν θα είχε ενδιαφέρον, ούτε και νόημα ίσως, δεν είναι άλλωστε αυτός ο στόχος του. Ούτε επιθυμεί να κλείσει την προσωπική του ιστορία της Αυστραλίας σε κάποιο κουτάκι, για να το ανεβάσει στο πατάρι. Αναφέρεται στα συναισθήματά του -πώς αλλιώς;- και σε κάποιες αναμνήσεις που εντείνουν τη διαφορετικότητα των δύο τόπων· η αίσθηση της απλωσιάς του τοπίου, για παράδειγμα, σε σύγκριση με τον σαφώς πιο περιορισμένο ορίζοντα του τόπου μας, ή η (φαινομενική) ομαλότητα στην καθημερινότητα. Η ζωή μακριά από την πόλη, οι σχέσεις με άλλους μετανάστες Έλληνες, το μαύρο παρελθόν της χώρας ως προς την μανία εξόντωσης των ιθαγενών, η αίσθηση να είσαι και να νιώθεις ξένος.
Μια λυρικότητα διακρίνει τον λόγο του Κατσαμπάνη, που έως έναν βαθμό δικαιολογείται, καθώς αποτυπώνει τη διπλή νοσταλγία του συγγραφέα, για την Ελλάδα και την Αυστραλία, για το μέρος που, τη στιγμή της γραφής, είναι μακριά. Ιστορία που ξεπερνά το προσωπικό και παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον αναγνώστη σε μια χώρα που ανέκαθεν διέθετε πλήθος ιστοριών μετανάστευσης.