Ο απόηχος της κρίσης χρέους αντήχησε την Πέμπτη στην Ευρωζώνη, εν μέσω διογκούμενων ανησυχιών για την ανακοπή της ανάκαμψης της περιοχής και το αδιέξοδο που πρέπει να άρει το πολιτικό της σύστημα, αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας Wall Street Journal.
Τη μεγαλύτερη πτώση σημείωσαν οι μετοχές και τα κρατικά ομόλογα των πιο εύθραυστών και δημοσιονομικά ευπαθών χωρών, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, αλλά τα προβλήματα αφορούν και τις μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής, τονίζει το δημοσίευμα, σημειώνοντας ότι ακόμη και στη Γερμανία, που πέρασε σχετικά άθικτη την κρίση χρέους τής περιόδου 2010- 12, η κυβέρνησή της αναθεώρησε επί τα χείρω τις προβλέψεις της για τον ρυθμό ανάπτυξης φέτος και το 2015.
«Εάν η αναταραχή στην ευρωπαϊκή αγορά συνεχισθεί, μπορεί να δοκιμάσει την πεποίθηση των ηγετών της Ευρωζώνης ότι έχουν ενισχύσει τη νομισματική ένωσή τους με νέους κανόνες για τους προϋπολογισμούς, τις τράπεζες και τα προγράμματα διάσωσης», σημειώνει η εφημερίδα.
Τα χρηματιστήρια μετοχών υποχώρησαν σε όλη την Ευρωζώνη, εκτός από τη Γερμανία όπου έκλεισαν με μικρή άνοδο. «Αλλά η πιο δραματική εξέλιξη ήταν η απότομη άνοδος στην απόδοση των 10ετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου -περισσότερο από μία ποσοστιαία μονάδα- στο 9% σχεδόν. Ένα τέτοιο επίπεδο καθιστά σχεδόν ανέφικτες τις ελπίδες των Ελλήνων πολιτικών για τη χρηματοδότηση της χώρας από τις αγορές ομολόγων το επόμενο έτος», αναφέρει το δημοσίευμα, προσθέτοντας: «Οι πωλήσεις (τίτλων) της Ευρωζώνης δεν συγκρίνεται με τον χρηματοπιστωτικό πανικό που κόντεψε να διαλύσει την Ευρωζώνη πριν από λίγα χρόνια, αλλά θυμίζει τις πρώτες ημέρες της κρίσης στα τέλη του 2009, όταν ο εκτροχιασμός του ελληνικού προϋπολογισμού ώθησε τους επενδυτές να αρχίσουν να αμφισβητούν τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών δεδομένων άλλων χωρών».
Μετά από δύο χρόνια σχετικής οικονομικής ηρεμίας, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί επέστρεψαν στις διαφωνίες τους για την οικονομική πολιτική. Η Ιταλία και η Γαλλία θέλουν να χαλαρώσει το πρόγραμμα της δημοσιονομικής λιτότητας, που έχει τη σφραγίδα της Γερμανίας. Η Ρώμη και το Παρίσι έχουν παρουσιάσει προϋπολογισμούς για το 2015 που αναβάλλουν τη μείωση των ελλειμμάτων για χάρη μεγαλύτερης στήριξης των οικονομιών τους, υποστηρίζοντας ότι η Ευρωζώνη υποφέρει από έλλειψη ζήτησης. Η επιδίωξή τους, όμως, για μεγαλύτερη επιείκεια δημιουργεί μία πιθανή σύγκρουση με τη Γερμανία και άλλες βόρειες χώρες της ΕΕ, οι οποίες ανησυχούν ότι η χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα μειώσει την πίεση στην Ιταλία και τη Γαλλία να προχωρήσουν σε ριζικές αλλαγές στις αγορές εργασίας και να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους.
«Το προηγούμενο έτος, οι επενδυτές δεν είχαν στα ραντάρ τους την Ευρωζώνη, αλλά τώρα την έχουν, λόγω των όσων συμβαίνουν μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας και του θορύβου από την Ελλάδα», δήλωσε ο Νίκολας Βερόν, εταίρος του ινστιτούτου Bruegel των Βρυξελλών και του ινστιτούτου Peterson στην Ουάσιγκτον. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν σε όλες τις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης. Εκτός από την Ελλάδα, περισσότερο επλήγησαν η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, καθώς και η Ιταλία, η οικονομία της οποίας δεν έχει αναπτυχθεί από τις αρχές του 2011. Τα γαλλικά ομόλογα εξασθένησαν, επίσης, ενώ υπήρξε ασθενής ζήτηση στη δημοπρασία ομολόγων που έκανε η Ισπανία.
Η Ελλάδα, αναφέρει η WSJ, «ηγείται για μία ακόμη φορά μίας πτώσης της αγοράς της Ευρωζώνης, εξ αιτίας αμφιβολιών σχετικά με την ικανότητά της να διασφαλίσει χρηματοδότηση το επόμενο έτος, καθώς και της αυξανόμενης πιθανότητας πρόωρων εκλογών».
Άλλο δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg αναφέρει ότι, από έρευνα που έκανε μεταξύ 15 οικονομολόγων από τις 3 έως τις 15 Οκτωβρίου, προκύπτει ότι το 85% των οικονομολόγων δεν θεωρεί λογική την πρόωρη έξοδο της Ελλάδας από το μνημόνιο, εν μέρει λόγω της επιμονής του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι για την παραμονή των χωρών που δεν έχουν επενδυτική πιστοληπτική διαβάθμιση σε κάποιου είδους πρόγραμμα επιτήρησης, προκειμένου αυτές να ωφεληθούν από τα νέα μέτρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το 73% των οικονομολόγων θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης από 40% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό σε έρευνα του Ιουλίου, ενώ οι μισοί δήλωσαν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από την αγορά χωρίς τα κεφάλαια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).