Είναι πολύ δύσκολο να ασχοληθεί κάποιος, ακόμα και με φιλολογικές ή ιστορικές γνώσεις – πολύ περισσότερο δε εάν δεν έχει τέτοιο «υπόβαθρο», με την καταγραφή της Ιστορίας ενός έθνους ή ενός λαού. Ευκολότερο, όμως, μοιάζει να γράφεις μικρές Ιστορίες για τους ανθρώπους.
Kαι από τα δυσκολότερα εγχειρήματα είναι να καταπιαστείς με ένα θέμα ή μιαν εποχή και τους ανθρώπους της, για το οποίο ή την οποία έχει ήδη χυθεί άφθονο μελάνι και έχουν ήδη ειπωθεί από πολλούς και διάφορους πολλά και, συνήθως, αντικρουόμενα.
Η προσπάθεια, λοιπόν, να (ξανα)γραφεί στις ημέρες μας μια ιστορική μονογραφία για την Επανάσταση του 1821 θεωρείται από πολλούς πολύ τολμηρό εγχείρημα. Τολμηρό, γιατί η εξιστόρηση και η ερμηνεία των γεγονότων, των πράξεων και των λόγων των επαναστατημένων Ελλήνων, που συνθέτουν την Επανάσταση ίσως φέρνουν τον ιστοριογράφο απέναντι στην εδώ και χρόνια θεωρούμενη ως αλήθεια αφενός και αφετέρου στην πραγματική αλήθεια.
Μπορεί να υπάρχει άφθονο υλικό πηγών και μαρτυριών και ελληνική και διεθνής βιβλιογραφία για την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά πρέπει ο ιστοριογράφος και να είναιπολύ προσεκτικός σε ό,τι διαβάζει ή βρίσκει από τη μια και να το διασταυρώνει καλά πριν το μνημονεύει από την άλλη, μα και να τεκμηριώνει επαρκώς την επιλογή συγκεκριμένης πηγής ή ορισμένων πηγών και όχι άλλων.
Με άλλα λόγια, (ξανα)γράφοντας για τον Αγώνα του 1821 ο σύγχρονός μας ιστοριογράφος φρόνιμο θεωρείται να μην «αντιγράφει αβασάνιστα» ό,τι βρήκε έτοιμο από πρωτογενείς ή δευτερογενείς, άμεσες ή έμμεσες, πηγές, αλλά να ψάχνει όσο το δυνατό σε περισσότερα τεκμήρια, για να ελέγξει και να διασταυρώνει την εγκυρότητά του. Βέβαια, πρέπει να μνημονεύει και τα τεκμήριά του, τις μαρτυρίες ή τη βιβλιογραφία όπου στράφηκε, ώστε να βοηθήσει και άλλους να ελέγξουν ό,τι μπορεί να λειτουργεί ως πηγή. Έτσι, θα είναι απαλλαγμένος από προσωπικά ή άλλα «ελατήρια» που πιθανόν να έχουν ωθήσει αλλοτινούς ή συγκαιρινούς μας ιστοριογράφους που ασχολήθηκαν με την Επανάσταση να είχαν πάρει μια συγκεκριμένη θέση έναντι προσώπων και γεγονότων της.
Επιπλέον, καλό και προς διευκόλυνση του αναγνώστη θεωρείται να παρουσιάζει όχι μεμονωμένα για την υποστήριξη μιας άποψης, αλλά να προβάλει το σύνολο των γεγονότων ανά θεματική κατηγορία, π.χ. πολεμικά – διπλωματικά – οικονομικά κλπ, και μέσα σε κάθε θεματική κατηγορία κατά χρονολογική σειρά. Έτσι, η αφήγηση θα ρέει και θα μπορεί ο αναγνώστης να την παρακολουθεί στην πορεία και θα βλέπει και τη στάση των πρωταγωνιστών των γεγονότων κάποια δεδομένη χρονική στιγμή και να τη συγκρίνει με την προγενέστερη ή τη μετέπειτα.
Ο αντικειμενικός ιστοριογράφος δεν έρχεται να στηρίξει μύθους του παρελθόντος για την Επανάσταση. Ζητά να προβάλει, χωρίς ιδεοληψίες, ταμπού, προσωποληψίες ή αφορισμούς, την αλήθεια και δι’ αυτής να φωτίζει γιατί ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες το 1821, τι ακριβώς έγινε στη διάρκεια της Επανάστασης, εάν ήταν οι Έλληνες οι ίδιοι που έφεραν την ελευθερία και την ανεξαρτησία στο έθνος και ποιον πραγματικά ρόλο που έπαιξαν οι ξένες Δυνάμεις και ο Φιλελληνισμός στην έκβαση του Αγώνα. Πάντα πρέπει να γράφει τεκμηριωμένα, πάντοτε και τα πάντα με πληρότητα και σαφήνεια, δίχως υπαινιγμούς και υπονοούμενα, δίχως εκ δόλου αποσιωπήσεις ή «χαλκεύσεις».
Ο κάθε εποχής ιστοριογράφος, τέλος, έχει το δικό του ιδεολογικό οπλοστάσιο που τον επηρεάζει στην επιλογή και στον τρόπο παρουσίασης όσων θέλει να εξιστορήσει. Ο πατέρας μου συνήθιζε να μου λέει ότι δεν υπάρχει μονάχα ένα παρελθόν, αλλά τόσα όσοι είναι οι άνθρωποι που αναμείχθηκαν με αυτό. Ο αντικειμενικός, λοιπόν, ιστοριογράφος των ημερών μας ναι μεν πρέπει να έχει τις ιδέες του, που θα τον βοηθήσουν να κρίνει και να ερμηνεύσει όλα όσα έλαβαν χώρα κατά την Επανάσταση, αλλά να προσπαθεί να τα βλέπει και από την «αντίθετη» προς τα «πιστεύω» του πλευρά. Έτσι, θα βοηθήσει και τον αναγνώστη να βρει ό,τι θέλει και δεν θα τον σπρώχνει σε λανθασμένες κρίσεις και αποτιμήσεις και εσφαλμένα συμπεράσματα.
Και αν τυχόν χρειάζεται, για την πληρότητα των όσων γράφει, να ενσωματώνει στην Ιστορία του διάφορες ιστορίες προσώπων που έδρασαν στον Αγώνα, όπως τις διέσωσε η προφορική παράδοση ή η «κατά παραγγελίαν» ιστοριογραφία, ας προσπαθεί, με τη βοήθεια κάποιων αντικειμενικών «φίλτρων», να τις «καθαρίσει» από υποκειμενικές, υπέρμετρες θετικές ή αρνητικές, αναφορές, ώστε να προβληθεί και δι’ αυτών των ιστοριών η αλήθεια για τον ιστορικό ρόλο αυτών των προσώπων σε μεμονωμένες ή περισσότερες στιγμές της Επανάστασης.
Και ως επιμύθιο σάς έχω μια ακόμα συμβουλή του πατέρα μου, «Ο ιστοριογράφος και ο δάσκαλος πρέπει να φωτίζουν τη ζωή μας και να ανοίγουν δρόμο και όχι να συδαυλίζουν τα σκοτάδια ή να παραπλανούν και να μας οδηγούν στο γκρεμνό!» …