50 +χρόνια μετά αδεία ποιητική
3. Μάνα πηγή η ίδια Μ. Γκανά παραλογή
Ευαγγελίας Μ. μνήμη
Έρχονται μέρες που ξεχνάω πως με λένε.
Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
τ΄αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
θροΐζει με πολλά δρεπάνια
αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
αόρατο το χέρι που ξηλώνει
και τρέμω μην κοπεί το νήμα.
Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη
σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
νιφάδα-χνούδι των βουνών
Χαλάζι-φυλλοβόλο
κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό
στην κιβωτό της μήτρας.
Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει
αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.
Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
στην πάχνη ακόμα της ανωνυμίας.
Από το «παραλογή» του Μ. Γκανά (1)
Η ΜΑΝΑ Μ’ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΥ ΓΚΑΝΑ ΠΟΙΗΣΗ
Εθνική εορτή για μένα, παραμένει ακόμα η γιορτή της μάνας μου Ευαγγελίας Μυριζάκη Μαρκαντωνάκη, έφυγε το 2011. Περνά από την εικονοποιημένη ζωγραφισμένη ένφλογη ακινησία, στην ανάμνηση των αισθητών παλμών που δεν έσβησαν, αλλά φούντωσαν πάλι με αφορμη την τιμητική βραδιά που έγινε στην Δημοτική Πινακοθήκη την ημέρα ποίησης στις 21/3. Το κείμενο αυτό, φτιάχτηκε εντός μου, προχθές μ΄αφορμή δυο συνιστώσες το συναισθηματικό-ηθικό βίωμα απέναντι στη μάνα αλλά και την αμφίσημη προσέγγιση του μοναδικού ποιητή Γκανά, στο δίπολο μάνα –πατρίδα, σήμερα, προσεγγίζω τη μάνα. Ξημερώματα Κυριακής 25 Μαρτίου, μια υγρή νύχτα, αναδύω τη έννοια υετός, που προφανώς χρησιμοποιεί ο ποιητής, υγρός κατά προέκταση χυμώδης. Πόσες εικόνες δε μου έρχονται μάνα, διαβάζοντας αυτό το ποίημα, θυμάμαι τα υπέροχα υφαντά σου, φτιαγμένα-ως προικιά-στη γενέτειρα σου, το ορεινό Κουστογέρακο Σελίνου, θυμάμαι τις βροχερές νύχτες να μας ζεσταίνεις με ψωμί που είχες εσύ ζυμώσει και φουρνίσει, τι κι αν βρίσκαμε κανένα καρβουνάκι στην κόρα του και στη ζεστή ψίχα άλειφες με βούτυρο από ξύγκι χοιρινό για να μετριάσεις την πείνα μας, έβαζες και χούμελη (μείγμα μελιού και μούστου), οι λουκουμάδες σου και οι μαραθόπιτες ( με άγρια αυτοφυή μάραθα) έσπαγαν τη μύτη των γειτόνων. Σε θυμάμαι να θερίζεις, αφού είχες η ίδια ακονίσει το δρεπάνι σου τον αψύ Ιούλιο στο οροπέδιο του Ομαλού φυλάσσοντας τα σπυριά από τα ιερά στάχυα και με το παχύ γάλα της περιοχής έκανες τραχανά, που χρεωνόμουν να αναποδογυρίζω για να λιαστεί στο χωμάτινο δώμα του σκοτεινού-χωρίς παράθυρα-ξερολίθινου μικρού σπιτιού μας με τα μαυρισμένα μεσοδόκια που με φόβιζαν τόσο απελευθερώνοντας παιδικά άγχη μα και φαντασιακές μεγεθύνσεις που λες και το Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει και ήταν αρκετή αυτή η αχειροποίητη φλογίτσα που στη φαντασία μου δεν ήταν του λύχνου που έκαιγε το ακριβό μας λάδι , μα η κόλαση που έγλειφε τους φόβους μου. Το νερό που πίναμε, δεν ήταν διάφανο από πηγή, αλλά πηκτό από το κοντινό φαρδύ πηγάδι που πότιζε ζώα και ανθρώπους , επιλέγω από την «Παραλογή», « κοιτάζω ένα πηγάδι. Με κοιτάζει.
Κοιταζόμαστε ώρα πολλή/ σαν μαλωμένα αδέρφια./Μονόφθαλμο σκοτάδι με τραβάει/ και κατεβαίνω πέτρα πέτρα απόκρημνη ζωγραφική . Και δεν ήταν μόνο τα βρύα και οι λειχήνες, ούτε οι αθέατοι μικροοργανισμοί, μα φανεροί γλοιώδεις, που η μάνα μας σούρωνε με μια τσαντίλα, και της περισσότερες φορές το έβραζε για να μην αρρωστήσουμε, «άχι », αναστενάζοντας, μάνα τι μεγαλείο ζωής έβαζες στο σκληρό αχ ένα γιώτα για να γλυκάνεις τον πόνο της ζωής. Νήμα νερού στημόνι μέσα στο πυρήνα της. Το σούρουπο, εκεί στο Σεληνιώτικο γύρο του Ομαλού, όταν ο ήλιος πήγαινε στη δύση εκεί προς την Κουντούρα, το Βουτά, η ματιά μου έφευγε από τον γκρίζο βραχώδη όγκο του Γκίγκιλου και πήγαινε στην πλαγιά που θέρμαινε το βλέμμα, το χάδι στων βουνών νιφάδα, σκάφανδρο ζεστό όταν-τότε υπήρχε μόνο στην κιβωτό της μήτρας της ανάμνησης, μορφή της μελαχρινής κοπέλας που πελεκούσε την καρδιά μου πλατωνικά, και που δεν κάλυψε ποτέ η πάχνη της λήθης, σκάφανδρο ζεστό στη μνήμη.
ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ: ΑΝΑΜΝΗΣΗ/ΨΥΧΗ
Πλάτων η θεωρία της Ανάμνησης , Μένων 81 β-ε (2 )
Σύμφωνα με τη «θεωρία της ανάμνησης» από τον Μένωνα, η μάθηση είναι η ανάμνηση όσων έχει δει η ψυχή που είναι αθάνατη, και άρα έχει γνωρίσει στον άνθρωπο τον κόσμο στο παρελθόν, ένα απόσπασμα: ..και επειδή όλη η φύση έχει ομοιογένεια, και η ψυχή τα έχει μάθει όλα, τίποτε δεν εμποδίζει, αν ένα μόνο πράγμα θυμηθεί κανείς- αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν μάθηση-μόνος του θα ανακαλύψει και όλα τα άλλα, αρκεί να έχει θάρρος και να μην κουραστεί να ερευνά : γιατί η έρευνα και η μάθηση, είναι στο σύνολο τους, ανάμνηση…
Την περασμένη Τετάρτη λοιπόν, δυόμισι ώρες μετά την έναρξη της εκδήλωσης, δόθηκε ο λόγος από τους οργανωτές, στο τιμώμενο πρόσωπο, τον Γκανά, να μιλήσει, και αυτός, συγκλονιστικός μέσα στα δομικά του όρια που τα χαρακτηρίζει μινιμαλιστική λιτότητα , απλότητα, υπομονή, έλλειψη στόμφου, ευχαρίστησε όλους όσοι συνέβαλλαν στη βραδιά, δεν έδειξε την κούραση του, και μετά από λίγα λεπτά, αυτοπροσδιόρισε τις δημιουργικές του-ζωής-συνιστώσες, που με παραπέμπουν στον ανώτερο Πλατωνικό στοχασμό, περιφραστικά: όλα όσα ζούμε, όσο ερευνούμε όσα βιώνουμε, γίνονται «μάθηση», που εγγράφεται μέσα μας και δεν ξέρουμε πότε και πως θα διατυπωθούν ως δημιουργικό έργο. Και ήταν κρίμα για το σύλλογο Φιλολόγων που οργάνωσε την ενδιαφέρουσα εκδήλωση με τις βραβεύσεις των μαθητών, τις υπέροχες αποδόσεις ερασιτεχνών-σπουδαστών-ηθοποιών- και την περιεκτική ανάλυση της πρόεδρου του, Μαρίνας Αρετάκη, που δε σκέφτηκαν να διαφοροποιήσουν το πρόγραμμα όταν είδαν τόσους όρθιους ή καθισμένους στα σκαλιά της Πινακοθήκης, ώστε να απολαύσουν εμβόλιμα το μεστό και σοφό λόγο του Γκανά τόσοι άνθρωποι, που αναγκάστηκαν να φύγουν, μην αντέχοντας τις συνθήκες. Όταν μίλησε ο ποιητής, είχε μείνει μονάχα το 1/3 των θεατών. Προφανώς, η επιλογή της Πινακοθήκης, είχε στο σκεπτικό των διοργανωτών τα εξής δυο πλεονεκτήματα, 1ον ένας χώρος ζεστός που δε συγκρίνεται με το αχανές Πνευματικό Κέντρο, με τις άχαρες πρώτες σειρές που έχουν μάθει να βλέπουν «επίσημους», που ίσως δεν τους ενδιαφέρει η ποίηση, και 2ον η έκθεση ΒΑΒΕΛ, που φιλοξενείται, το σκεπτικό της επιμελήτριας Μυρτούς Κοντομυτάκη (εκτός των άλλων η ασυνεννοησία και η πολυπλοκότητα στην επικοινωνία.
Βαβέλ είναι μια έκθεση πολύβουη που κοντράρει θεματικά και μορφολογικά στην ανάγνωση της την απλή καθαρή «γυάλινη» Ηπειρωτική γλώσσα του Μ. Γκανα, Η διατύπωση του Μάικ Λι σκηνοθέτη της εξαιρετικής ταινίας « ο κύριος Τέρνερ» δια του στόματος του πρωταγωνιστή της Τίμοθυ Σπολ (3) «η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση» συμπληρώνω που επιβάλλεται στην αναγκαιότητα χωροχρονικής διάστασης που απαιτούν οι μουσικές λογοτεχνικές , θεατρικές και χορογραφικές τέχνες έναντι των εικαστικών που διαβάζονται αμεσότερα, και επειδή η πλουραλιστική μου εμπλοκή βοηθά τη διαρκή μάθηση μου, επιβάλλω την καθημερινή Μνημοσύνη (4) στα μεγάλα και την αμνησία στα μικρά. Η πρώτη στροφή από την «Αμνησία» του Μ. Γκανά (5)
Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα/σβήνει την προηγούμενη και πάει. Άλλοτε σβήνει την επόμενη,./καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα….» εβδομάδες, μήνες, χρόνια θυμήθηκα τον Αντόνιο Ταμπούκι στο βιβλίο «ο χρόνος γερνάει γρήγορα»(6) «οι μήνες, τα χρόνια οι ημερομηνίες, σχεδόν σαράντα χρόνια»
Στο επόμενο μ αφορμή τη «μητριά πατρίδα» του Γκανά, η μεταφορά από το ατομικό επίπεδο στην πολιτισμική-κοινωνική κριτική μέσα από την παρένθεση απόψεων όπως του Φουκώ και του Αντόρνο.
Οσο για την τέχνη;
Μ’ ενοχλεί να δηλώσω πως την ξέρω!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) «Παραλογή» συλλογή ποιημάτων Α΄εκδ., 1993, «Καστανιώτης»
(2) Μένων η Πλατωνική σκέψη όπως δημοσιεύθηκε στον τελευταίο σήμερα 9ο τόμο «η ιστορία της Φιλοσοφίας» επιστ. Επιμ., Umberto Eco –Riccardo Fedriga το ΒΗΜΑ.
(3) Η ταινία «ο κυριος Τερνερ», προβλήθηκε την Παρασκευή 23/03 στην ΕΡΤ, βιογραφική, απέδωσε συγκλονιστικά τη ζωή του μεγαλύτερου Βρετανού ρομαντικού ζωγράφου, Τάρνερ Τζοζεφ Μαλορντ Γουίλιαμ,(στα λεξικά αναγνωρίζεται ως Τάρνερ) 1775-1851. Η ερμηνεία του Τ. Σπολ, δεν είναι ρομαντική «απόμακρη», μα ιδιάιτερα εκφραστική στα ορια του εξπρεσιονισμού.
(4) Μνημοσύνη, ήταν Τιτανίδα, κόρη του Ουρανού και της Γαίας. Ήταν η προσωποποίηση της μνήμης, αφού βοήθησε στη διατήρηση των μύθων, πριν από την εισαγωγή της γραφής, μέσω της απομνημόνευσης. Ήταν προστάτης της προφορικής παράδοσης και των ποιητών
(5) Αμνησία από τη συλλογή «Γυάλινα Γιάννενα» 1989., εκδ., Καστανιώτη Πόσο διαφέρει και πόσο μοιάζει με τους στίχους του Ελύτη «..Νάχα μια γομολάστιχα να πιάνει στα γραμμένα/ να σβήσω τα τετράστιχα…»
(6) Σπονδυλωτό βιβλίο εκδ Άγρα με 9 θεματικές διαφοροποιήσεις στο γερασμένο χρόνο και τα Ευρωπαϊκά αδιέξοδα του πάνω σε αυτό το βιβλίο δημιούργησα την περφόρμανς «Βαβελικά εν τη ροή», θα παιχτεί 23, 25 και 27 Απριλίου στη Δ. Πινακοθήκη Χανίων.
Πώς ν’ αντέξεις ένα τέτοιο σπαρακτικό και συγκλονιστικό κείμενο “Ξανά Βαβελικά” του Γιάννη Π. Μαρκαντωνάκη, στα “Χ.Ν.” της 28-3-2018, όταν ξανά και ξανά αναφέρεται στην ηρωίδα και πολύκλαυστη μάνα του από το Κουστογέρακο Ανατ. Σελίνου που πεισματικά ομορφαίνει τον κακοτράχαλο Γκίγκιλο: “Νήμα νερού στημόνι μέσα στον πυρήνα της…”.
Ο Γιάννης Μαρκαντωνάκης είναι δύσκολος στη γραφή του: οι λέξεις του μαγεύουν κι οδηγούν σε μια απίστευτη κυτταρική πύκνωση του λόγου του που καταλήγει στο δέος και την έκπληξη. Έτσι, πάντα γράφει ο Γιάννης Μαρκαντωνάκης: μυστήρια κι αλλόκοτα! Θαρρείς ερημίτης σ’ έναν αλλόκοτο -όχι ουτοπικό- κόσμο, δύσκολα, πολύ δύσκολα να τον αποσπάσεις από την ατομικότητά του κι ας είναι τόσο ευαίσθητος κι αληθινός άνθρωπος: Γι’ αυτό και είναι μοναδικός κι αξεπέραστος εικαστικός, αλλά και τεχνίτης του όμορφου λόγου. Και είναι σίγουρο πως το σχόλιό μου τον αδικεί, αφού δεν έχω σχέση με τη λογοτεχνία και την κριτική της. Ωστόσο, τον Γιάννη Μαρκαντωνάκη τον γνωρίζω καλά: πρέπει να ειπωθεί, ότι ο σπουδαίος Χανιώτης εικαστικός και λογοτέχνης, με την άπλα της εξοχής, την απίστευτη φυσική ομορφιά, τα ήθη κι έθιμα μιας αλλοτινής και παραδοσιακής ζωής του τόπου καταγωγής του, με όλο αυτό το ανακάτωμα των αποχρώσεων, έφτιαξε έναν υπερευαίσθητο χαρακτήρα με ελεύθερο, κοινωνικό, ευχαριστιακό και πνευματικώς ώριμο ανθρώπινο πρόσωπο.
-” Μ’ ενοχλεί να δηλώσω πως την ξέρω την τέχνη…” Έτσι είναι: Οι σπουδαίοι και μεγάλοι εικαστικοί, αλλά και συγγραφείς έχουν συνείδηση της μεγάλης δυσκολίας που ενυπάρχει στην τέχνη, αφού μια ζωή δεν φτάνει για να την υπηρετήσεις όπως θα επιθυμούσες!…
Ο Γιάννης Μαρκαντωνάκης, δεν ξεχνά ποτέ τον αλησμόνητο φίλο του και σπουδαίο συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι [Antonio Tabucchi], όπως πάντα συμπορεύεται κι αγαπά όλους ανεξαιρέτως τους συνανθρώπους του, ανεξαρτήτως των όποιων διαφορετικών τους και κληρονομουμένων υπαγωγών – καταβολών [θρησκεία, γλώσσα, εθνότητα, χρώμα, καταγωγή, κουλτούρα κ.λ.π]. Θαρρώ, για τον εκλεκτό συμπολίτη μας Γιάννη Μαρκαντωνάκη, τελικά, δεν υπάρχει το ακατόρθωτο της συνύπαρξης ή της αγάπης. Τα πιο θερμά μας συγχαρητήρια και τις καλύτερες ευχές για καλή υγεία και πάντα υψηλές δημιουργίες. Φιλικά, Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.