Η εποχή των διακοπών και μάλιστα του Αυγούστου μας δίνει περισσότερα από κάθε άλλο μήνα, τότε που η ανάγκη της σκοπιμότητος επενεργεί ώστε κάθε άνθρωπος ν’ απαλλαγεί απ’ τον “εξαναγκασμό της εργασίας” ν’ ακολουθεί αντίθετα απ’ τη θέλησή του στην επιθυμία ενός άλλου, που είναι αιχμαλωσία κι ας λέγεται πολιτισμός. Είναι ανάγκη όμως να υποκείμεθα σ’ αυτόν τον εξαναγκασμό για να ελέγχουμε κατά πόσο το ένστικτό μας εξυπηρετεί σκοπούς και επιδιώξεις προς όφελος της φυσικής μας κατάστασης. Μοιάζει σαν γιορτή, που συμμετέχουμε ακολουθώντας τις πρωτόγονες δοξασίες, ενίοτε, υπερβάλλοντας με τη συμπεριφορά μας εαυτούς, λόγω ενθουσιασμού. Από την άλλη μεριά οι άνθρωποι αφήνονται να αντλήσουν κάθε απρόοπτο που θα έφερνε το στίγμα και τα ήθη διαφορετικών εποχών. Ποιος είπε ότι “όλα τα καλά πράγματα ήσαν κάποτε κακά;”. Αν αυτό απεδείχθη έστω για μια φορά, τότε το “προπατορικό αμάρτημα έχει γίνει προπατορική αρετή”. Ας επιστρέψουμε, λοιπόν, στο ένστικτο που μας αναγκάζει ν’ αλλάξουμε συμπεριφορά, που, όταν δεν μας φοβίζει, μας ενθουσιάζει, διότι μέσα του βρίσκουμε το γνήσιο, την έξαρση συναισθημάτων μιας ευχάριστης ψυχικής διάθεσης και την απλότητα του ήθους. Τότε ανακαλύπτει κανείς ότι η ανθρώπινη μοναξιά οφείλεται στη δική μας απόρριψη, την αδιαφορία μας ή την αντίδραση εξωγενών αποκτήσεων.
Υπάρχει η ηλικία της ξεγνοιασιάς, που μοιάζει σαν αστραπή μέσα στη νύχτα και δεν έχει διαφορά στο μέτρημα της ηλικίας. Οσο κι αν πιέσει κανείς τον εαυτό του σε καταδικαστικό αυτοέλεγχο, οι τύψεις την άλλη μέρα για την εκτός κανόνων καλής συμπεριφοράς θα έχουν αμβλυνθεί. Περιπέτειες, έτσι κι αλλιώς εκεί που λίγο ως πολύ δεν υπάρχει έλεγχος, αλλά το απρόοπτο, όπως διαμορφώθηκε από την εποχή του Οδυσσέα, οπουδήποτε και αλλού, φθάνει ν’ απομακρυνθεί κανείς απ’ το αποπνικτικό περιβάλλον της πόλης έστω και για λίγο. Δίχως συγγενείς, ούτε στο χωριό στο πατρικό σπίτι υπό την ίδια στέγη. Πολλοί περιμένουν νέες γνωριμίες και είναι ανάγκη να συνταιριάζουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Στις παραλίες σε κάποιο ξέφωτο, χωρίς ειδήσεις. Γίνεσαι έναν μήνα Προμηθέας δεσμώτης που σου λύνουν τις αλυσίδες. Ελεύθερος ν’ αναγεννηθείς μέχρι να σε ξαναδέσουν στο βουνό της συναλλαγής “δίνω και παίρνω” με τους άμεσους και έμμεσους λογαριασμούς. Δεν θα βρεθεί πουθενά η χώρα των Λωτοφάγων. Μόνο ο πολύτροπος Οδυσσέας την ανακάλυψε. Μπορεί για τον Ομηρο νάταν μια ψευδαίσθηση, που λειτούργησε σκόπιμα χασομερώντας να προβάλλει πράξεις που μετρίαζαν την αίσθηση της ευτυχίας. Το όνειρο, που έγινε πραγματικότητα, αν συνεχιζόταν θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για τον επανεγκλιματισμό στα πολυτάξιδα καράβια του εργοδότη. Ετσι οι αποδράσαντες απ’ την πραγματικότητα, όταν γεύτηκαν τους λωτούς, ούτε να φύγουν ήθελαν ούτε να στείλουν είδηση. Ξεχνούσαν και πατρίδα και γυρισμό στον Οδυσσέα και τα καράβια τους. Ομως ο θεϊκός Οδυσσέας “επί νήας άγων κλαίοντας ανάγκη νηυσί δ’ ενί γλαφυρήσιν υπό ζυγά δησαερύσας” (Οδ. Ι. 98) (τους πήρα με το στανιό στα πλοία κι ας έκλαιγαν και σέρνοντας τους έδεσα κάτω στους πάγκους). Οσοι έφυγαν, λοιπόν, θα ξεχάσουν για λίγο και θα ξαναμπούν στα πλοία “στανικώς” αυτοπαρηγορούμενοι ότι μπορεί να μείνει κάτι απ’ το όνειρο. Οι αλλαγές της ζωής, όμως, παραμένουν ελκυστικές κι ας είναι προσωρινές. Γι’ αυτό είναι όμορφες!