» Μνήμες από το “Point”
Έζησε τις όμορφες εποχές στο Λιμάνι, εξυπηρέτησε και γλέντησε με τη νεολαία της εποχής, σέρβιρε ποτά και κοκτέιλ σε ανθρώπους από όλο τον κόσμο και σήμερα πίσω από τον πάγκο του Τσαγκαράδικου που διατηρεί, την καρέκλα στο έμβολο, έχει ιστορίες, μνήμες και συμβουλές για τα πρόσωπα του ήλιου και εκείνα του φεγγαριού, όπως χαρακτηριστικά λέει.
O Αλέκος Παπαδοκωνσταντάκης, για 18 χρόνια διατήρησε το γνωστό στέκι των Χανίων στο Παλιό Λιμάνι το “Point”. Μετά από πολλά χρόνια στη διασκέδαση και τη νύχτα, ξεκινώντας το 1974 από τη ντίσκο “STORK” που έκανε και τη διακόσμηση, στο υπόγειο του ξενοδοχείου ΚΥΔΩΝ, μετέπειτα στη ντίσκο “FIGARO” στον υπόγειο χώρο γνωστού TAKE AWAY επί της Τζανακάκη, βρέθηκε στο μπαρ El Mondo.
Την εποχή εκείνη πήρε την απόφαση να ανοίξει το “Point” Μάιος του 1991. Ένα στέκι για τη νεολαία, που όπως μας είπε “διασκέδασε και κράτησε παρέα σε δύο φουρνιές Χανιωτών, όλοι τους πιστοί πελάτες, φίλοι, που για 18 χρόνια κάθε βράδυ, βλέπαμε ο ένας τον άλλον να μεγαλώνει, να ερωτεύεται, να κάνει όνειρα, να αποχαιρετάει για το Στρατό ή τις σπουδές. Ήταν τα χρόνια τα όμορφα, με τις δυναμικές παρέες, χρόνια χωρίς την επικράτηση του κινητού, των μέσων δικτύωσης. Τότε που κλείνανε ραντεβού στην Πλατεία 1866 ή ατο ΚΟΥΜ ΚΑΠΙ για να βρεθούν στο Λιμάνι, ακούγοντας παράπονα και φράσεις όπως “άργησες πάλι / δεν θα έχει επόμενη φορά / κάθε φορά τα ίδια κάνεις / πάψε να χαλάς την παρέα / που είσαι φίλε μου χαθήκαμε”.
Ο Αλέκος Παπαδοκωνσταντάκης χαρακτηρίζει τις εποχές εκείνες ως υπέροχες, με τον κόσμο που ήξερε να διασκεδάζει τους χειμερινούς μήνες και τα καλοκαίρια να μη φοβάται να γίνει ένα με τους τουρίστες που κατέβαιναν στο Λιμάνι. “Ερχόταν μέσα στο “Point” όλοι αγκαζέ. Χτυπούσα μία καραβίσια καμπάνα που είχα πάνω από το Μπαρ και ξεκινούσε η διασκέδαση μέχρι το πρωί. Ήξερε ο νέος και η νέα γιατί βγαίνουν να διασκεδάσουν, ήξεραν που θα πάνε να πιουν καθαρά ποτά σε ποιοτικά περιβάλλοντα. Ήταν τα χρόνια τότε που δεν είχαμε επηρεαστεί από το χύμα, το δήθεν, το δε βαριέσαι. Κι ας μη γελιόμαστε, τότε μπορούσες να πιεις ένα και δύο και τρία ποτά χωρίς να σκέφτεσαι το κόστος, κάτι που σήμερα δε συμβαίνει με ότι αυτό συνεπάγεται”.
Εξιστορώντας στα Χανιώτικα Νέα τις στιγμές που πέρασε μέσα στο “Point” για τα βράδια στο ενετικό μας Λιμάνι, θυμάται με νοσταλγία το αδιαχώρητο που υπήρχε, την ποιότητα στις σχέσεις των ανθρώπων, τη διαρκή επικοινωνία με “λόγια, με λέξεις, με κουβέντες, με κέφι, όχι με πλήκτρα και εικόνες που κυριαρχούν σήμερα”, όπως λέει…
Το φλερτ κυριαρχούσε εκείνα τα χρόνια κι όπως μας είπε, ως παρατηρητής των νέων που διασκέδαζαν, αισθανόταν τη σιγουριά πως “…αυτός ο τόπος όντως μυρίζει γιασεμί. Ήταν οι σχέσεις τότε έτσι δομημένες. Έβλεπες πως υπάρχει μία συνέχεια στις παρέες, στην εξέλιξη τους”.
Μέχρι που ήρθε η μέρα να κλείσει το “Point” να ξεκρεμάσει την ναυτική καμπάνα, να κατεβάσει τους διακόπτες που διατηρούσαν το φως και τη μουσική. “Ήταν πολύ δύσκολη απόφαση. Είχα δημιουργήσει οικογένεια και ο δρόμος μου με οδηγούσε στην Αγγλία. Όμως ήταν ένας δρόμος, ένα ταξίδι με επιστροφή, αφού ότι ονειρεύτηκα, ότι πήγα να χτίσω δεν πήγε καλά. Η επιστροφή μου με βρήκε αγκαζέ με την ανεργία. Έπρεπε άμεσα να ασχοληθώ με κάτι που να μην είχε σχέση με τη νύχτα”.
Ένας φίλος του Αλέκου του πέταξε την ιδέα να γίνει Τσαγκάρης. Στην αρχή κλώτσησε… Μετά όμως το ξανασκέφτηκε και “κλειδώθηκα ένα ολόκληρο χρόνο στο σπίτι, έβλεπα βίντεο για την τέχνη του τσαγκάρη, άρχισα να γοητεύομαι από τη δημιουργία και την ηρεμία που είχαν οι ήχοι στο χώρο που επιδιορθώνεις παπούτσια, οπότε μια μέρα, έβαλα το κλειδί στην πόρτα. Άνοιξα το δικό μου Τσαγκαράδικο”.
Στη ζωή του -ο Αλέκος- είδε τόσο τα πρόσωπα που φώτιζε το φεγγάρι όσο και τα πρόσωπα που φωτίζει ο ήλιος. “Οι διαφορές τεράστιες. Ας μη γελιόμαστε. Στη νύχτα ο άνθρωπος χαλαρώνει, γίνεται πιο άμεσος, πιο ανοιχτός. Εξωτερικεύεται χωρίς να σκεφτεί το μετά και μπορείς να δεις σε αυτόν τα όμορφα, τα παράξενα, τα άσχημα κάποιες φορές. Στον ήλιο οι άνθρωποι, είναι πιο σφικτοί, κρύβονται με περισσότερη επιμέλεια, λες να φοβούνται μην τους καταλάβεις. Όμως αυτοί οι δύο κόσμοι, ξεκινούν από τους νέους ανθρώπους. Τα νέα παιδιά είναι αυτά που μεγαλώνοντας στήνουν και ξαναστήνουν, κάθε φορά, από την αρχή την ταυτότητα των κοινωνιών μας”.
Όπως είπε στο καληνύχτα μας, ο Αλέκος Παπαδοκωνσταντάκης, “Μέχρι σήμερα, λέω στα νέα παιδιά, στους έφηβους, να προσέχουν που πηγαίνουν, να προσέχουν τι πίνουν, να προσέχουν να επιλέγουν προσεκτικά τις παρέες τους. Υπάρχει όμως κάτι που τους παρακαλώ… Να αφήσουν τα κινητά στην άκρη για να αρχίσει ξανά η επικοινωνία με το λόγο, το άγγιγμα και τα μάτια”.