Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Xέρι χέρι για πάντα

Ο παππούς ο Στέλιος και η γιαγιά η Σοφία έχουν περάσει τα ενενήντα και συντροφεύει ο ένας στον άλλο να περάσουν τα γεράματα εκεί στο ακριτικό χωριό έξω από την Δράμα.
Κάνουν υπομονή και κουράγιο να περάσουν κι αυτά. Μήπως δεν κάνανε κουράγιο και υπομονή όταν μεγάλωναν τα παιδιά τους; Tα εγγόνια; Με τις δικές τους έγνοιες δεν ζούσανε; Μήπως δεν κάνανε υπομονή και κουράγιο κάθε ημέρα, χρόνια τώρα να μεγαλώσουν όλα τούτα τα μαξούμια τα παιδιά; Με κουράγιο και υπομονή δεν δούλεψαν στα ξένα μέχρι ο νόστος που τους γύρισε πίσω;
Είναι ευχαριστημένοι όμως, γιατί ξέρουν πως αυτή η υπομονή κι αυτό το κουράγιο θα είναι τα τελευταία βάσανα.
Ο Παππούς ο Στέλιος και η γιαγιά η Σοφία. Ποιοι είναι αυτοί; Είναι αυτοί που βλέπεις, δυο ανήμποροι γέροι, που τα γερατειά ήρθαν και έκρυψαν καλά όλους τους αγώνες, τις επιτυχίες, τις ηρωικές πράξεις που έκαναν. Τα γηρατειά που κρύβουν καλά μια για πάντα την παλληκαριά του Στέλιου και την ομορφιά της Σοφίας όταν ήταν νέοι. Τίποτα δεν φαίνεται πιά τίποτα. Δεν απέμεινε τίποτα από την ομορφιά της ζωής, τα σκεπάζουν όλα τα γεράματα και η ανημπόρια, για να υπενθυμίζει τον ιερό σκοπό της υπάρξεως και την μετάνοια. Μόνο οι αρετές τους έμειναν μαζί και δεν θα τους εγκαταλείψουν ποτέ, με αυτές θα φύγουν για το αιώνιο ταξίδι τους.
Η γιαγιά φροντίζει τον παππού σε αυτές τις τελευταίες φροντίδες της προς αυτόν. Έτσι κι αλλιώς την ξέρει την δουλειά, από μικρή τον φροντίζει, αλλά και ο Παππούς την προστάτευε και την σεβότανε από μικρός κι αυτός. Μέχρι πρίν λίγες ημέρες, η γιαγιά τα πήγαινε μια χαρά για τα 91της χρόνια. Και ο παππούς δηλαδή για τα 92του καλά τα πάει κι αυτός, απλά δεν θυμάται. Δεν θυμάται τίποτα, πάσχει από άνοια. Σπάνια που και που θυμάται κανένα όνομα και κανένα περιστατικό από τα παλιά, κι αυτό για λίγο. Μάνα την φωνάζει την κυρά του την Σοφία και τώρα τελευταία που δεν την βλέπει, δεν την αναζητά, γιατί ξέχασε ότι την είχε. Πάνε λίγες ημέρες που η γιαγιά η Σοφία έφυγε για πάντα. Πρίν φύγει, μπάλωσε δυο κάλτσες του παππού να έχει να φοράει, του σιδέρωσε και του δίπλωσε τα πλυμένα του ρούχα και του έβαλε και φαγητό στο τραπέζι να υπάρχει όταν αυτή θα λείπει. Του καθάρισε και του έβαψε τα παπούτσια και έβαλε μέσα και ένα ζευγάρι κάλτσες καθαρές και μπαλωμένες. Έβγαλε από την ντουλάπα και του καθάρισε με βενζίνη τους λεκέδες από το σκούρο του κουστούμι και ένα πουκάμισο που κρατούσε κι αυτό καθαρό. Τα τοποθέτησε σε μια καρέκλα, πάνω τα ρούχα και από κάτω τακτοποιημένα και καθαρά τα παπούτσια και έφυγε. Τα έφτιαξε όλα με αγάπη και έφυγε, τι να κάνει άλλο; Μεγάλωσε κι ανάθρεψε παιδιά, εγγόνια, πρόσεχε τον παππού, τι άλλο να κάνει, κι έφυγε ήσυχη πως τίποτα δεν θα λείψει σε κανέναν.
Τις επόμενες ημέρες ήρθαν παιδιά κι εγγόνια να αποχαιρετίσουν τη γιαγιά. Γέμισε ξανά το σπίτι στη Δράμα με όλους αυτούς που ανάστησε η γιαγιά. Μερικοί ήρθαν από την Αθήνα και ο Άνθιμος μαζί με την γυναίκα του την Αννούλα ήρθαν από τα Χανιά που μένουν. Αλλά ο παππούς δεν θυμάται τίποτα και κανέναν. Ετοιμάζονται όλοι να πάνε να χαιρετίσουν την γιαγιά στο τελευταίο ταξίδι της, η οποία τους περίμενε τρείς μέρες τώρα να μαζευτούνε όλοι.
Ο Άνθιμος πλησίασε τον παππού και του είπε
« Παππού ποιος είμαι με γνωρίζεις;
« Σε γνωρίζω παιδί μου, πως δεν σε γνωρίζω, ποιος είσαι;
« Ο Άνθιμος είμαι παππού ο εγγονός σου.
« Ε νάσαι καλά παιδί μου που ήρθες να σε δώ, αλλά πρέπει να ετοιμαστώ να φύγω.
«Μην βιάζεσαι Παππού σε λίγο θα φύγουμε μαζί όλοι.
« Τι είναι αυτά που λές παιδάκι μου; Εκεί που θα πάω εγώ δεν θα έρθει κανείς μαζί μου, θα πάω μόνος μου.
« Γιατί βιάζεσαι να φύγεις παππού;
« Ε τι να κάνω Άνθιμε; Έφυγε κι η γιαγιά κι εγώ μονάχος μου εδώ μόνο βάρος θα είμαι. Πάω να την συναντήσω να με φροντίζει όπως ξέρει αυτή καλύτερα από τον καθένα. Αλλά και αυτή δεν έχει ανάγκη νομίζεις να με βλέπει; Ακόμα και τώρα που είμαι ανήμπορος, μόνο που με βλέπει παίρνει θάρρος, γιατί ξέρει πως εγώ την φρόντιζα όλα τούτα τα χρόνια. Άντε να φεύγω τώρα μην την αφήσω να περιμένει. Μόνο βοήθησέ με να ντυθώ να μην έχετε και αυτή την μέριμνα να με ντύνετε. Να, εκεί δα στη καρέκλα, έχει ετοιμάσει η γιαγιά σου με αγάπη τα ρούχα μου. Έφυγε πρώτη αυτή να πάει να ετοιμάσει το μέρος που θα μείνουμε, να πηγαίνω κι εγώ να μην περιμένει. Συνηθίσαμε βλέπεις όλα τούτα τα χρόνια να είμαστε ο ένας με τον άλλο και δεν μπορούμε μονάχοι.
Όση ώρα ο μικρός εγγονός του ο Άνθιμος τον έντυνε, τα μάτια του τρέχανε συνεχώς δάκρυα. Ένας κόμπος στον λαιμό τον δυσκόλευε να μιλήσει, κι έτσι με δυσκολία ρώτησε τον Παππού.
« Παππού θα φορέσεις γραβάτα;
« Όχι παιδί μου, δεν είχε αφήσει η γιαγιά σου γραβάτα. Μόνο κούμπωσέ μου και το τελευταίο επάνω κουμπί του πουκαμίσου και θέλω μια τελευταία χάρη.
« Τι θέλεις παππού; Ό,τι θέλεις πές μου και θα το κάνω.
« Αν τύχει κι έρθει ο Αρχιστράτηγος να με πάρει κι εγώ ξεχαστώ πάλι στην άνοιά μου και τ’αχω χαμένα, να του μηνύσεις το εξής. Πές του να μας πάει όπου έχει εντολή, δεν μας νοιάζει αν θ’άναι όμορφα η άσχημα, δεν θα παραπονεθούμε, μονάχα μην μας χωρίσει με την γιαγιά σου, να είμαστε μαζί πές του. Να μας αφήσει να είμαστε μαζί κι εμείς θα ομορφύνουμε τον τόπο, όπως κάναμε τόσα χρόνια τώρα.
« Εντάξει παππού, αλλά να ξέρεις, ότι μπροστά στον Αρχιστράτηγο δεν παθαίνει κανείς άνοια. Μπορεί δέος, ναι, αλλά άνοια όχι.
« Άντε γειά σου παιδί μου και όπως είπαμε, δίπλα-δίπλα με την γιαγιά.
Ο παππούς ο Στέλιος ξάπλωσε προσεκτικά στο κρεβάτι του με προσοχή να μην τσαλακώσει το κουστούμι του, σταύρωσε τα χέρια και κοιμήθηκε. Ούτε τα μάτια δεν χρειάστηκε να του κλείσουν, το φρόντισε και αυτό η αγάπη της γιαγιάς.
Έτσι ντυμένος επίσημα, σίγουρα θα συναντήσει την γιαγιά την Σοφία όπως όταν ήταν νέοι, με όρεξη για την ζωή και θα ανανεώσουν τις υποσχέσεις τους τώρα στην αιωνιότητα.

» Ο υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ μιλά για τη σημασία αυτής
της εκλογικής αναμέτρησης έχοντας μπει στην τελική ευθεία


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα