Δεν θα μπορούσε ποτέ να τα φανταστεί αυτά που της συνέβαιναν, όταν ξεκινούσε για να βρει μια καλύτερη ζωή, η πλημμύρα των μεταναστών. Το όνειρο μιας καλύτερης ζωής εκμεταλλεύονται στο έπακρον τα συστήματα που τους εξαθλιώνουν και τους οδηγούν στη φτώχεια. Τους διώχνουν μεθοδευμένα από τη γη τους, τα χώματά τους, από τα σπίτια τους κι από την πατρίδα τους. Παντού έχουν πλοκάμια απλωμένα ανά τον κόσμο, ωσάν τη Λερναία Ύδρα. Ρουφάνε και καταβροχθίζουν ανθρώπους και λαούς ολόκληρους που μπαίνουν στη λίστα των προγραμμάτων για πειράματα και για απάνθρωπα συμφέροντα. Ομως χρόνια και χρόνια, αιώνες με αιώνες, μπορούσαν αυτές οι πατρίδες τους και τους ζούσαν με χαρές και λύπες. Είχαν αναπτυχθεί, μεγαλουργήσει και άφησαν αξιόλογους πολιτισμούς. Είχαν και έχουν πατρίδες που τους χωρούσε όλους, τους έτρεφε, μπορεί με τη σκληρή δουλειά και τον μεγάλο αγώνα, αλλά ο ιδρώτας τους πότιζε όμως τα δικά τους τα χώματα και τη δικιά τους την πατρίδα. Είναι ριζωμένοι και οι ρίζες τους αφήνουν πολύ βαθιά ως τα σπλάχνα της γης που τους γέννησε. Τους ξεριζώνουν, όμως τους ξορίζουν με τα όνειρα των ψεύτικων κόσμων και μετά τους κατασπαράζουν ανελέητα. Ο άνθρωπος από αυτούς τους ιερούς τόπους, από νοικοκύρης στο σπίτι και στην πατρίδα του, καταντά πρόσφυγας, ζητιάνος, μετανάστης, εξαθλιωμένος και πεινασμένος, γυμνός και ξυπόλυτος, γιατί οι επιτήδειοι φρόντισαν έτσι να τους βγάλουν από τα σπίτια τους κι από τα χώματά τους, τους πίστεψαν.
Τους ληστεύουν, τους πείθουν με ανέντιμους τρόπους και τους ξορίζουν με όνειρα και φιλοδοξίες που σ’ ελάχιστους έχουν βγει αληθινά. Όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι όταν ξυπνούν απ’ τον λήθαργο των ψεύτικων υποσχέσεων, έχουνε χάσει τα πάντα και βρίσκονται αντιμέτωποι με τον θάνατο στα ναρκοπέδια, στα βούρκα, στη μανία των καιρικών συνθηκών στα δύσβατα βουνά, στα νερά των ποταμών, στ’ αφρισμένα κύματα της θάλασσας και στις όποιες απρόοπτες ατυχίες που θα προκύψουν. Όσοι καταφέρουν να γλυτώσουν περιπλανιούνται, οι περισσότεροι, ανά τον κόσμο σαν τους χρυσοθήρες που ψάχνουν χωρίς τέλος να βρούνε το χρυσάφι για να ζήσουν καλύτερα. Τα συστήματα αδιάφορα κάθε λίγο και λιγάκι οραματίζονται και εφαρμόζουν ιδέες που εξαφανίζουν και εκφυλίζουν έθνη με λαούς, αρπάζοντάς τους τον πλούτο που έχουν σε χρήμα, σαν άνθρωποι με αξίες, ήθη και έθιμα, πολιτισμούς, πατρίδα, οικογένεια, ψυχή, φυλή, επάγγελμα, επιστήμη και ό,τι άλλο αγαθό τους έχει χαρίσει ο Θεός. Εξαφανίζονται στο απατηλό όνειρο του παραδείσου. Νιάτα, παιδιά, άνθρωποι δυστυχισμένοι, σπουδαγμένοι επιστήμονες, ο καθένας στον τομέα του, έχουνε πλημμυρίσει ολόκληρο τον κόσμο, που ζητιανεύουν, που δουλεύουν ελάχιστα και εποχιακά, που εξαθλιώνονται κάθε μέρα και περισσότερο, με μόνη συντροφιά την ελπίδα για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή… Πίστεψαν σ’ αυτό το όραμα που τους παρέσυρε σε αποφάσεις που τους οδηγούν όχι λίγες φορές μέχρι τον θάνατο. Τους παίρνουν ό,τι είναι δικό τους με αξία και μετά τους αφήνουν μόνο την ψυχή και ξεκινούν να βρούνε το όνειρο που τους έχουν υποσχεθεί οι επιτήδειοι με την αδιαφορία και τα απάνθρωπα σχέδια των συστημάτων της παγκοσμιοποίησης.
Η Μεσόγειος έχει γίνει ο υγρός τάφος και ο ξεκληρισμός για εκατοντάδες ανθρώπους που τους ξεσήκωσαν και τους φόρτωσαν σαν τα ζώα στα σαπιοκάραβα που έχουν μόνο την ταμπέλα της ελπίδας. Μπορεί να γίνει ίσως γνωστό, αλλά ίσως και όχι το τραγικό τους τέλος, όμως μπορεί και να μην μάθει ποτέ κανείς ποια ήταν η μοίρα τους… Κρίμα και αμαρτία που είναι… θα πρέπει να λέμε κι εμείς… όπως λέγανε οι γονείς μας για το κάθε παράλογο που έβλεπαν στην εποχή τους μια φορά κι έναν καιρό εκείνα τα καλά χρόνια… Τόσα παλληκάρια, τόσες κοπέλες, παιδιά, γονείς… Θεέ μου… γιατί να τους καταπίνει η θάλασσα, γιατί να ξυλιάζουν στα χιόνια πάνω στα βουνά ή να σκοτώνονται στους πολέμους, γιατί να παρασύρονται απ’ τα νερά των ποταμών ή και να χορταίνουν την πείνα των άγριων ζώων; Γιατί; μα γιατί; ο χαμός τους αν θα ακουστεί, περνά σαν να είναι έτσι απλά προσχεδιασμένη η τύχη, της μοίρας τους… Είκοσι άντρες… Δέκα γυναίκες… Δέκα παιδιά, που είναι μαύροι ή άσπροι ή μελαμψοί… με ονόματα, με ταυτότητες, με καταγωγή και πατρίδες χάνονται σαν τις σταγόνες στους απέραντους ωκεανούς. Αυτοί που κρατούν το τιμόνι του κόσμου, πάνε στραβά, κάνουν λάθη, πολλά λάθη, που οδηγούν και καταλήγουν μόνο στο πουθενά και στα αδιέξοδα των λαών τις τύχες.
Η μοίρα των λαών είναι να γίνονται τα θύματα σε ιδέες και οράματα κάποιων προσωπικοτήτων διαταραγμένων, που οδηγούν τους ανθρώπους ανελέητα στην ολοκληρωτική καταστροφή μεθοδευμένα και συστηματικά. Όμως πρέπει οι κληρονομιές και οι αναμνήσεις των παππούδων, οι θύμισες των όπου γης και θάλασσες χαμένων, το ξύπνημα από τον ύπνο με τους εφιάλτες μπορεί να βοηθήσουν όλους τους λαούς της γης ν’ ανοίξουν τα μάθια τους και να δουν πως δεν έχουν όλες οι νύχτες σύννεφα με σκοτίδια, αλλά πως έχουν και ξαστεριές. Να δουν τις μέρες που ξημερώνουν πως η κάθε μια είναι διαφορετική και έχει και το δικό της χρώμα. Να νιώσουν τη ζέστη του ήλιου όταν βγαίνει ανάμεσα στην παγωνιά και στον μαυρισμένο ουρανό. Και με τη δική τους υπεράνθρωπη δύναμη που έχουν ν’ ανοίξουν τα φτερά τους και να κατακτήσουν τον δικό τους τον κόσμο, τη ζωή που τους ανήκει που είναι δική τους και που είναι χάρισμα του Θεού και που μόνο αυτός την ορίζει και τη διαφεντεύει και κανένας άλλος. *τέως αντιπρόεδρος Κοινότητας Καντάνου – συγγραφέας