Γιατί τα κόμματα στην Ελλάδα διαφωνούν, συμμορφούμενα με το απλό σκεπτικό ότι οφείλουν να διαφωνούν, εφόσον εξυπηρετούν διαφορετικά συμφέροντα και ότι, επίσης, δεν πρέπει να στενοχωρήσουν τους ψηφοφόρους τους;
Αυτό, δυστυχώς, το φαινόμενο αποτελούσε κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί πάγια τακτική όλων των κομμάτων της χώρας.
Γινόμαστε, καθημερινά, μάρτυρες στους δέκτες των τηλεοράσεών μας των διαφόρων εκπροσώπων των κομμάτων, οι οποίοι οχυρώνονται πίσω από τον εαυτό τους και τις θέσεις τους, υποστηρίζοντας αμετάκλητα τις απόψεις τους και μάταια ένας ουδέτερος τηλεθεατής προσπαθεί να διαμορφώσει μια καθαρή και αποκρυσταλλωμένη άποψη, η οποία ν’ αναβαθμίζει και την καθαρότητα της σκέψης του και την ίδια τη δημοκρατία, στην οποία πιστεύει και την υπηρετεί.
Γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, γίνεται τόσο συχνά θέμα για την ξύλινη γλώσσα των κομμάτων με κερδισμένους τόσο την αλαζονεία των πολιτικών μας όσο και τη μίζερη πραγματικότητα που τους περιβάλλει.
Ας μη λησμονούμε, εξάλλου, ότι όλες οι θεωρίες και στην περίπτωσή μας οι πολιτικές, όσο διαφορετικές κι αν είναι δεν παραλείπουν να έχουν ένα ή και περισσότερα ταυτόσημα σημεία.
Άλλοι συντελεστές που επιδρούν στην υιοθέτηση του ξύλινου λόγου, εκ μέρους, των κομμάτων, στον τόπο μας, είναι η υψηλή συναισθηματικότητα του Έλληνα και στην περίπτωσή μας του Έλληνα πολιτικού και ο φανατισμός του, ο οποίος είναι ίδιον τόσο του ακραίου (“πολιτικού”) εγωισμού του, τόσο της δύναμης η οποία απορρέει από την εξουσία που τον χαρακτηρίζει (ενίοτε από την αλαζονεία της ίδιας της εξουσίας του) όσο και από το επίπεδο της κουλτούρας του, γενικότερα και της παιδείας του, ειδικότερα, οι οποίες πολλές φορές είναι κατώτερες του αναμενομένου.
Όσο, δε, αφορά την κομματική κατάσταση και πρακτική της χώρας, οι κομματικοί πατέρες, παράγοντες και βουλευτές, κατ’ επέκτασιν, που την εκφράζουν, θεωρούν ηττοπάθεια ή έτι περισσότερο, προδοσία (όσον αφορά τις κομματικές τους αρχές και πεποιθήσεις) στο να συμφωνήσουν με τους ομότεχνούς τους, άλλων κομματικών χώρων και είναι σχεδόν βέβαιον ότι θα τύχουν της αποδοκιμασίας των ομοϊδεατών τους, εάν αυτό θα συμβαίνει, ανά τακτά, χρονικά διαστήματα.
Δεν πρέπει, ασφαλώς, να λησμονούμε τη μεγάλη μερίδα εκείνων των πολιτών – ψηφοφόρων, που ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, απογοητευμένοι από το πολιτικό σύστημα της χώρας, παραμένουν πολιτικά ανένταχτοι και ασκεπείς όταν, μάταια, προσπαθούν να βρουν έναν χώρο πολιτικό, μη κομματικά προσδιορισμένο με στενές, αντιλήψεις και πρακτικές, ο οποίος να μην “αφυδατώνει” τη δημοκρατική τους σκέψη και τη δημοκρατική τους αντίληψη.
Τέλος, οι πολιτικοί και κομματικοί άνδρες του τόπου οφείλουν να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι η αληθινή δημοκρατία προϋποθέτει για να την υπηρετήσεις, αρετή, τόλμη και ανδρεία και άνευ αυτών, πνέει τα λοίσθια, συρρικνώνεται και υπολειτουργεί, οδηγώντας σε αφανισμό τα δημοκρατικά εκείνα ιδεώδη και τις δημοκρατικές εκείνες λειτουργίες που είναι απαραίτητα συστατικά για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, αλλά και όλων εκείνων των ψηφοφόρων που το εμπιστεύονται και το επιλέγουν.