Το τζάκι ήτανε από το πρωί αναμμένο. Καθόμουνα σε μια γωνίτσα, ένα σβωλαράκι καμωμένος, δίπλα στα κάρβουνα κι έβλεπα με απορία μια τις πύρινες γλώσσες να χοροπηδούν μπροστά μου και μια τα τζάμια στο μικρό παναθύρι που το δέρνανε αλύπητα χοντρές οι σταγόνες της βροχής. Μπορεί και να ’τανε χαλάζι. Ποιος ξέρει. Ήθελα να πάω κοντά, να βάλω το προσωπάκι μου κολλητά, ν’ αγγίξει η μύτη στο παγωμένο τζάμι, να χνωτιστεί, να δω όξω κι ας φοβόμουνα τα αστραπόβροντα, μα δεν μου ήτανε μπορετό. Άλλες σκέψεις, πιο αιχμηρές, με πιρουνίζανε κι ένοιωθα αδύναμα τα πόδια μου να σηκωθώ. Της ψυχής μου τα πόδια. Γιατί η ψυχή δίνει το κουράγιο, την μπόρεση. Ένα κουράγιο που έσβηνε με το μυαλό μου να γυροφέρνει εκεί, μακριά, εκεί που μου είχανε ειπωμένο ότι ο πατέρας μου είχε χάσει την μάχη με το Χάρο. Μου λέγανε «τον πήρε ο Θεός». Το άκουγα, το κατάπινα, αλλά γρήγορα το εμετούσα. Δεν συμφωνούσα. Σήμερα βράδυ θα πηγαίναμε με τα κόκκινα αυγά να γιορτάσουμε την Ανάστασή Του. Αυτός μας προστατεύει, μας καθοδηγεί, μας δίνει δύναμη κι άμα πια γεράσουμε πολύ, μας παίρνει κοντά του. Έτσι μου έλεγε η μαμά μου. Μα ο πατέρας μου δεν πρόκανε να γεράσει. Και ετούτη η φοβερή σκέψη με τριβέλιζε. Κι οι σταγόνες, μπορεί και χαλάζι να ήτανε, συνέχιζαν να χτυπούνε δαιμονισμένα τα τζαμιλίκια. Μόναχα οι ατίθασες πύρινες γλώσσες μικραίνανε, γινόντουσαν χαδιάρικες, γλύφανε με συμπόνια τα ξύλα και τα κάνανε ένα μαζί τους. – Πώς θα ’θελα να ήμουνα ένα μικρό κουτσούρι στο δικό τους έλεος, μουρμούρισα και σφάλιξα τα μάτια μου. Ένα σιγανό τρίξιμο στη γυριστή σκάλα που έφερνε από την πλατεία, με τρόμαξε, με έσυρε απ’ τους λογισμούς μου κι άκουσα καθαρά, πολλά τριξίματα και πατημασιές και γέλια και πειράγματα να με πλησιάζουν. – Άντε σήκω. – Σε πήρε φαίνεται ο ύπνος. – Έξω χιονίζει κι ας είναι Απρίλης. – Δεν ήτανε χαλάζι; – Το γύρισε σε χιόνι. – Θα παίξουμε χιονοπόλεμο, είπε ο μεγάλος αδερφός. – Θα κάνουμε χιονάνθρωπο, συμπλήρωσε ο άλλος. Άκουγα όλα μαζί τα αδέρφια μου, έκανα να ξεδιπλωθώ, ένοιωσα ένα πόνο, ξανάγινα ένα κουβάρι δίπλα στα κάρβουνα. Οι φλόγες είχανε κοπάσει, μπορεί και να είχε αποκαεί το λιανόξυλο που τόση ώρα πάλευε μαζί τους.
Στο τζάμι, δεν άκουγα πια τις σταγόνες. Κάνανε, βλέπεις, πολλή φασαρία οι άλλοι. Κι η ψυχή μου δεν έλεγε να αλαφρώσει. Ξαναγίνηκα ένα κουβαράκι, μισόκλεισα τα μάτια. Δεν ήθελα να ακούω, μηδέ και να βλέπω τίποτα. Μόνο τα κάρβουνα, κατακόκκινα, να ασπρίζουν σιγανά και να σκεπάζονται με ένα απαλό στρώμα στάχτης άρεσα να βλέπω. Κείνη την ώρα βαριά πατήματα ακούστηκαν, φάνηκ’ η μαμά μου. – Άντε βρε χλιουπταρίδ’. Σήκω κι είναι έτοιμα να φάμε μεσημεριανό. – Δεν πεινώ. – Τι έχεις; Φαίνεσαι άρρωστος. – Καλά είμαι. Σκεφτόμουνα… – Δεν είμαστε καλά. Και τι σκεφτόσουνα, να ‘χουμε και καλό ρώτημα. Εδώ σφράγισα το στόμα μου. Δε μπορούσα, δεν ήθελα να της πω. Η απάντησή της ήταν γνωστή. Να μην τα ψάχνω, γιατί ήμουνα μικρός. Μα εγώ τα ψάχνω μέχρι τα γεράματά μου κι απόκριση δεν παίρνω. Κι ούτε θα πάρω. Είναι πολύ αργά, είμαι πολύ μικρός, λέει, για τέτοιες ερωτήσεις. Και το τριβέλι σφηνώνει όλο και πιο βαθιά, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Δεν έφαγα κείνο το Μεγάλο Σάββατο. Μου είχε κοπεί ολότελα η όρεξη. Κι η βροχή ξανάρχισε. Οι σταγόνες δε μαστιγώναν πια, μα αρκούντουσαν να γλύφουν τα τζαμιλίκια.
Σταμάτησε να βρέχει, μόνο λίγο πριν την Αναστάσιμη ακολουθία που με τα κόκκινα αυγά στο χέρι περιμέναμε πότε θα πει ο παπα-Πανάγος το Χριστός Ανέστη να τσουγκρίσουμε και βιαστικοί να πάμε σπίτι για το τηγανητό συκώτι και τη μυρωδάτη πατσά, ένα συνήθειο, που το κρατώ με ευλάβεια ως τα σήμερα. Δεν είχα καινούργια παπούτσια ετούτη τη χρονιά, ούτε πανταλονάκι. Είχα όμως βάλει τα ολόμαυρα ρούχα μου κι ας είχα κλείσει τα πέντε μου χρόνια. Ολόκληρο παλικαράκι δηλαδή, με τη θλίψη μέσα μου. Σα ξημέρωσε Κυριακή, αισθανόμουνα πως η Ανάσταση του Χριστού είχε απαλύνει τις πληγές μου. Πήρα πάλι την άσπρη λαμπάδα και με μπροστά τη μαμά ακολουθήσαμε στην περιφορά της εικόνας, στη λεγόμενη Δευτερανάσταση. Το μεσημέρι, διπλοποδήσαμε όλοι γύρω απ’ το σοφρά, έφαγα με όρεξη.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ σε όλους.