Χτυπούσαν χαρούμενα εκείνο το πρωί, πάνε χρόνια και χρόνια από τότε, οι καμπάνες και οι φωνές τους, μικρά ξεσπάσματα χαράς, διαχέονταν στην πρωινή γαλήνη του νιολουσμένου, απ’ τη νυχτερινή βροχή, χωριού. Κι έτσι όπως οι μικρές καρδιές των ήχων ακροζυγιάζονταν στα κούμαρα του γερω-κυπάρισσου, μια καλογιαννού, που μόνο ο δάσκαλος την έλεγε νυφίτσα, έμεινε για ώρα να παρατηρεί δύο χοχλιούς, που ετοιμάζονταν ν’ ανηφορίσουν στον ίσιο κορμό. Ωστόσο από τις καμινάδες των σπιτιών ανέθρωσκε γαλάζιος καπνός, που από μόνος του, βέβαια, δεν φανέρωνε τίποτε το ξεχωριστό, εκτός από την έγνοια της καθημερινότητας. Ετσι, όμως, όπως οι άτακτοι βόστρυχοί του αντάμωναν τις φωνές που έστελναν οι καμπάνες, έπαιρνε το χρώμα της γιορτής, που είχε κιόλας απλώσει τις φτερούγες της στις στέγες των σπιτιών και στις καρδιές των ανθρώπων. Αυτό να κατάλαβε άραγε ένας ξεχασμένος γάιδαρος, που άρχισε ν’ αντιφωνεί, παίζοντας τον ρόλο του αριστερού ψάλτη; Σίγουρα ναι, γιατί η φωνή του μπορεί ν’ ακουγόταν λίγο παράφωνα, έδινε, ωστόσο, τον απαραίτητο αναγκαίο γήινο τόνο στην ουράνια κωδωνοκρουσία. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την έκρηξη της περίσσιας χαράς, που είχε κατασκηνώσει στις μικρές θυγατέρες της βροχής…
Πέρα στα Βιγλιά ένας “αλιβάνιστος” βοσκός ακούγοντας το χαρούμενο πολυδιπλοκάμπανο, θυμήθηκε τι μέρα ξημερώνει κι έστειλε τη ματιά του να καρφωθεί στα καμπαναριά του Τιμίου Σταυρού, που φαίνονταν στο βάθος του Βορρά να βιγλίζει ολόγυρα. Ετσι δεν άργησε να γίνει κι αυτός συμμέτοχος της γιορτής και γνήσιος ερμηνευτής της. Ωστόσο απ’ τις αυλές και τα μπαλκόνια του χωριού, αναδυόταν η ευωδία του βασιλικού και του δυόσμου και γινόταν ένα σώμα με τους βοστρυχωτούς γαλάζιους καπνούς και τους γιορτάσιμους ήχους που έστελναν οι καμπάνες. Κι ενώ δύο ζευγάρια ολοκαίνουργια αρβυλάκια, αγορασμένα με χίλιες δυσκολίες απ’ την καλομάνα για τ’ “αντράκια” της, εφτά χρονών το μεγάλο, πέντε το μικρό, περίμεναν να φορεθούν για πρώτη φόρα.
Κάποτε ο παπα – Χρήστος είπε “φτάνει” κι οι καμπάνες σταμάτησαν να χτυπούν. Και τότε ένα εξαίσιο «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου…» που ήρθε σαν απόηχος, έκρουσε με τα θαυμάσια φωνήεντά του τις ξώπορτες, που άνοιξαν διάπλατα, για να φανούν οι αυλές των βασιλικών και του ασβέστη. Η εικόνα της γιορτής ήταν πια χειροπιαστή. Το ’βλεπες καθαρά στα φωτεινά, σαν ήλιους, πρόσωπα των ανθρώπων, που είχαν πριν χαράξει η μέρα, το διάβαζες στα διάπλατα, σαν ορθάνοιχτα παράθυρα, μάτια τους, το ανάπνεες μαζί με τον αέρα που μύριζε εκτός από βασιλικό και δυόσμο, λιβάνι και ουρανό. Το καταλάβαινες ακόμα κι όταν άκουγες τις συνηθισμένες φαινομενικά κουβέντες όπως: «Θα πάω τη φοράδα στα Πλακάκια», από τον πατέρα ή «βρήκα ωραίους ανθούς για τους ντολιμάδες», από τη μητέρα. Κι αυτό γιατί ήξερες πως τα λόγια αυτά είχαν φορέσει εκείνη τη στιγμή τα γιορτινά τους…
Ξημερώνοντας του Σταυρού στο Νίππος κι εφέτος. Και να ξυπνάς πριν σημάνουν οι καμπάνες, στο σπίτι που γεννήθηκες. Για να “ζήσεις” γι’ άλλη μια χρονιά (σ)την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της γιορτής. Μ’ όλα τα χρώματα και τα αρώματά της, μ’ όλους τους ήχους κι όλες τις φωνές της. Όπως τότε στα μικράτα σου. Μ’ όλους τους αγαπημένους σου ώσει παρόντες στο μανουάλι της μνήμης. Και τους κεκοιμημένους και αυτούς που λείπουν όπου γης. «Σώσον, Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου».