Είναι στ’ αλήθεια δώρο Θεού, ξαπλωμένος στην άμμο, να σιγομιλείς με τα κύματα, ν’ αγναντεύεις του γιαλού το στραφτάλισμα, μια ν’ αγριεύει και μια λάγνα να μερεύει, να περιλούζεσαι του φεγγαριού το χρυσαφένιο άγγιγμα ως περιδιαβαίνει ολούθε τις κορφογραμμές, και ν’ αποκοιμιέσαι μπερδεμένος στων αστεριών το πλάνο μέτρημα.
Eκεί μ’ απόθεσε παρέα με άξιους συντρόφους ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, η τύχη, κι ανήμποροι, απροστάτευτοι, βρεθήκαμε να μαζώνουμε πληθωρικό το μεγαλείο της φύσης.
Γαληνεμένοι, ευτυχισμένοι, πρωτόγονοι.
Ακούστηκε ένας γκιώνης από καρσί, κι ευτύς σε συμφωνική μελωδία θαρρείς ακλουθήσανε δυο – τρία βατράχια από δεξά, κι ένα τριζόνι στην άλλη, ανάμεσα μύριους ψιθύρους, να με μαγεύουν. Μαέστρος σε τούτη τη κομπανία, ο Πλάστης που ακόμα υπομένει, μας ανέχεται και μας φροντίζει.
Άθελα μου, αθόρυβα, έστρεψα προς του Κόρακα μεριά το ακρωτήρι, και ξέκρινα δυο σιλουέττες αντρίκιες, αθόρυβα να δρασκελάνε τα βράχια και να σβήνουν στο σκοτάδι. « Των ψαράδων ο νυχτερινός μόχτος», συλλογίστηκα κι αφέθηκα να αφουγκράζομαι μια το γκιώνη και μια τις ρυθμικές μελωδικές κι αυτές θαρρείς ανασαμιές των συντρόφων μου. Είχαν αποκοιμηθεί, μα σίγουρα τα μάτια τους ακόμα θα θαμάζανε ετούτο το μεγαλείο.
Ξανάστρεψα ζερβά μη χάσω μηδέ σταγόνα ευτυχίας, ξεδιάλυνα δίπλα στο χαράκι, στα βότανα μέσα, να λαμπιρίζει ασπρογάλαζο σημάδι ολόφωτο. Κατάλαβα, δε κούνησα, δεν ανάσανα μη το τρομάξω, κι είδα να κινείται με πηδηματάκια χαρωπά, κι ευτύς, ένα δεύτερο φωτεινό σημαδάκι κι αυτό, να φανερώνεται και αέρινα να πλευρίζει ένα με τ’ άλλο και να γίνονται ένα διπλό πιο φωτεινό αστράκι τώρα.
Μαρμαρωμένος θωρούσα τις δυο πυγολαμπίδες στο ρωτικό τους αντάμωμα και χάθηκε γης ουρανός και θάλασσα, ομπρός το υπέρτατο ετούτο χιλιοτραγουδημένο σμίξιμο.
Των ζωντανών όντων άσφαλτο ένστικτο. Για τη γενιά την ερχόμενη. Να συνεχίσουν το δρόμο τους στην πλάση.
Κι έτσι, αβίαστα, σιγανά, σφαλίσανε χορτάτοι οι οφταλμοί μου, πέταξα σε κόσμους άγνωρους, παραδεισένιους, γίνηκα αχνός και σύννεφο σε λιόστρατα να πλανιέμαι.
Χαράματα πια, ανήλια, ακουστήκανε τα καπετανόπουλα να γυρνάνε από το νυχτερινό παραγάδι. Και τα μελανούρια περασμένα σε βούρλα να κρέμονται στον γυμνό τους ώμο.
Φύγανε, γύρισα, έγνεψα στους άλλους που κοιτούσαν παραξενεμένοι, ξαναβρήκαμε τον πρωινό μας τον ύπνο.
Πυραχτωμένες πια του ήλιου οι δοξαριές, μας ξυπνήσανε.
Παραδίπλα, πλυθήκαμε στο παγωμένο νερό π’ ανάβλυζε απ’ τις κροκάλες, δροσερέψαμε, και διπλοποδήσαμε στο πυρομάχι ολόγυρα με τα ξερόκλαδα να σιγοκαίνε, για τον πρωινό καφέ μας.
Αναπάντεχα, ξετρύπωσε ο καπετάν Φειδίας από το αραξοβόλι ανάμεσα δυο βράχους καμωμένο, γυμνοπόδαρος, με μάτια πρησμένα κι ένα αμυδρό χαμόγελο κριμένο στο κιτρινισμένο του μουστάκι.
―Μια δεκαρά κουζουλοκόπελα εψές, ήντονε κι ένα συντεκνάκι μου, εψήσανε ένα ρουφό ίσαμε οχτώ κιλά, ίντα να κάνω, μη τα κακοκαρδίσω, εδιαλύσανέ με.
―Νωρίς όμως σηκώθηκες! Τον αστειευτήκαμε, και ξανοίξαμε τον ήλιο δυο μπόγια αψιλωμένο.
―Οι πετεινοί, ανάθεμά τσι, φταίνε. Κι έτσα που μ’ αγουροξυπνήσανε, με πείραξε το στομάχι, έχω αναγούλες, και θέλω λίγο ζωμό, να συνεφέρω, είπε με σοβαροφάνεια.
Μέχρι να τελειώσει τη κουβέντα του, απ’ το καΐκι αρχομένη φάνηκε η Αριάδνη, συνοφρυωμένη όπως πάντα για του αντρός της τις κουζουλάδες, με μια πήλινη γαβάθα, ίδια κολυμπήθρα, γιομάτη, ν’ αχνίζει, και κατά πόδι το συντεκνάκι του ο Νικολιός, με μιαν αγκαλιά κουτάλια, και ποτήρια. Τα ξέπλυνε στο γιαλό, τ’ απίθωσε στην άμμο. Μαζί κι ένα μπουκάλι κρασί.
Χιμήξαμε, απόμεινε στον αγέρα η μυρουδιά από τη κακαβιά με φρέσκα ψάρια καβρούς και κοχυλοπέταλα καμωμένη, και σμιλεύτηκε στη πλάκα, μια ακόμα χαρακιά, ενθύμηση στη ζωή μας.
ΥΓ. Χαρισμένο στο συντεκνάκι του Φειδία που πια δεν είναι αναμετάξυ μας.