Το ξέσπασμα αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική το 2011, η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», σημάδεψε την απαρχή μιας νέας εποχής στον Αραβικό κόσμο. Κάποτε αδιαμφισβήτητοι αρχηγοί των κρατών τους, ηγέτες όπως ο Καντάφι στη Λιβύη ή ο Μουμπάρακ στην Αίγυπτο είδαν τη πτώση τους μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων διαδηλωτών.
Ωστόσο η Αραβική Άνοιξη, υπήρξε και η απαρχή για των πιο αιματηρών εμφυλίων του 21ου αιώνα στη Συρία και στην Υεμένη. Αν και είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος στη Συρία τράβηξε την προσοχή ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας, λόγω του μεγάλου κόστους σε ανθρώπινες ζωές, υλικές καταστροφές και στον υπόλοιπο κόσμο, παρόλα αυτά, το ίδιο δεν ισχύει για τον εμφύλιο της Υεμένης που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Γιατί όμως η χώρα οδηγήθηκε στον εμφύλιο και τι επιπτώσεις προκάλεσε;
Ύστερα από τριάντα τρία χρόνια διακυβέρνησης τη Υεμένης, ο πλέον τέως πρόεδρος Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ παρέδωσε, το 2011, την εξουσία του στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Αμπντραμπά Μανσούρ Χαντί, υπό το βάρος εκατομμυρίων διαδηλωτών που πήραν μέρος στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος Σαλέχ, της οικονομικής δυσπραγίας και της διευρυμένης διαφθοράς. Ο νέος πρόεδρος προχώρησε γρήγορα στην λαϊκή ετυμηγορία , προκηρύσσοντας εκλογές το 2012, τις οποίες και κέρδισε, δημιουργώντας παράλληλά ένα εθνικό συμβούλιο, το Συμβούλιο Εθνικού Διαλόγου, για την εκπόνηση νέου Συντάγματος. Πάρα ταύτα, ένα χρόνο μετά οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αδιέξοδο και οι διαδηλωτές βγήκαν ξανά στους δρόμους, ζητώντας λύση στα κρίσιμα ζητήματα της χώρας.
Οι αναταραχές ώθησαν τους αντάρτες Χούτι, μία ομάδα κυριαρχούμενη από Σιίτες Ζαϊντί Μουσουλμάνους, στις βόρειες περιοχές τις χώρας, να αδράξουν την ευκαιρία της παράλυσης της κεντρικής κυβέρνησης και πήραν τον έλεγχο των βόρειων τμημάτων της χώρας και κινήθηκαν γρήγορα προς την πρωτεύουσα Σάναα. Παρά την μεγάλη τους επιτυχία, το κίνημα των Χούτι δεν ήταν νέο αλλά εκκίνησε τις δράσεις του ήδη από τις αρχές του 1990, αντιτιθέμενο στην αυταρχικότητα του Σαλέχ και στην Σουνιτική κυριαρχία συλλήβδην. Η δράση του κινήματος ωστόσο πήρε χαρακτήρα ένοπλης αντίστασης με ιδεολογικό προσανατολισμό μετά το 2004.
Η ταχεία εξάπλωση των ανταρτών και η τελική κατάληψη της πρωτεύουσας Σάναα τον Σεπτέμβριο του 2014 ανάγκασαν τον Χαντί σε φυγή, αρχικά στην πόλη Άντεν και ύστερα στην Σαουδική Αραβία για προστασία. Το επόμενο έτος το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πέρασε το ψήφισμα 2216 για επιβολή κυρώσεων στους Χούτι. Αυτή η εξέλιξη έδωσε το έναυσμα στην Σαουδική Αραβία, μαζί με μία συμμαχία άλλων αραβικών κρατών, να επέμβουν στην γειτονική χώρα, ξαπολώντας την επιχείρηση «Αποφασιστική Καταιγίδα» τον Μάρτιο του 2015. Βλέποντας την όλο και μεγαλύτερη επιρροή του Ιράν στην Υεμένη, που πιστεύεται ότι υποστηρίζει τους Χούτι, αλλά και την απειλή της εδραίωσης ενός εχθρικού ένοπλου κινήματος στην αραβική χερσόνησο, η Σαουδική Αραβία εξαπέλυσε την επίθεση για να προλάβει τις εξελίξεις, αλλά και για να επιδείξει την στρατιωτική τη υπεροχή στους γείτονές της. Παρόλα αυτά, ο κύριος στόχος της επιχείρησης ήταν η πλήρης ανακατάληψη της Υεμένης, ο περιορισμός της ιρανικής παρουσίας στην περιοχή με την επακόλουθη εξόντωση των Χούτι, καθώς και η επαναφορά της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης Χαντί. Επακόλουθα, η πρώτη φάση της επιχείρησης περιελάμβανε ναυτικό αποκλεισμό, ώστε να αποκοπούν οι δίοδοι εφοδιασμού των ανταρτών, καθώς και μία εκτενή αεροπορική επιχείρηση βομβαρδισμού των θέσεών τους.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, το παρακλάδι της τρομοκρατικής οργάνωσης αλ Κάιντα στην Υεμένη (AQAP), που έχει ισχυρές διασυνδέσεις με το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), εκμεταλλεύτηκε την γενική αναταραχή ώστε να ισχυροποιήσει την θέση της μέσα στην χώρα, προκαλώντας την ανησυχία των αμερικάνων αξιωματούχων που την αποκαλούν «το πιο ενεργό και επικίνδυνο παρακλάδι της αλ Κάιντα σήμερα». Όπως οι Χούτι, η παρουσία της AQAP εξαπλώθηκε μετά την ενοποίηση της χώρας, οπόταν η πολιτική και οικονομική εξουσία συγκεντρώθηκαν στα χέρια της κεντρικής ολιγαρχίας και ως εκ τούτου η οργάνωση επωφελήθηκε από την δυσανασχέτηση των περιοχών κυρίως του Νότου απέναντι στις αυθαιρεσίες του κέντρου. Η επέμβαση της Σαουδικής Αραβία, ενδυνάμωσε έτι περεταίρω την οργάνωση, η οποία επέκτεινε τις διασυνδέσεις της με το Ιράν, αλλά και εδραίωσε την εικόνα ενός αξιόπιστου παρόχου ασφαλείας σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας.
Η μακρόχρονη αστάθεια μετά το 2011, υπήρξε ο καταλύτης που ώθησε την ισχυροποίηση αυτών των μη-κρατικών ένοπλων ομάδων (non-state armed groups), όχι όμως και ο μοναδικός παράγοντας. Αρχικά, ήδη από την ενοποίηση της χώρας, η κεντρική κυβέρνηση ποτέ δεν κατάφερε να έχει το μονοπώλιο της έννομης βίας στο σύνολο της επικράτειας. Το γεγονός αυτό έκανε έφορο το έδαφος για την ανάπτυξη τέτοιων οργανώσεων ως εναλλακτικό φορέα ασφάλειας εκτός του κράτους. Επίσης, ο Σαλέχ κυβέρνησε για 33 χρόνια βασίζοντας την εξουσία του στην διαφθορά και την πατρωνία μεταξύ των διάφορων φυλών και των πολιτικών αρχηγών δημιουργώντας ένα πλαίσιο από το οποίο εξαιρούνταν πολλά διαφορετικά κοινωνικά αιτήματα.
Αλλά ακόμα και μετά την Αραβική Άνοιξη, και άλλοι παράγοντες βοήθησαν στην ενίσχυση των Χούτι και της αλ Κάιντα. Η εμπλοκή του Ιράν έπαιξε πρωταρχικό ρόλο, ιδιαίτερα ύστερα μετά τις πρώτες επιτυχίες των Χούτι, όταν σύμφωνα με τις αμερικανικές πηγές, η Ισλαμική Επαναστατική Φρουρά του Ιράν εκπαίδευε τους Χούτι, ενώ ακόμα και το ίδιο το Ιράν υποστήριζε δημόσια τους αντάρτες «που έχουν κάνει μεγάλα βήματα για την ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας και ειρήνης». Επιπροσθέτως, η «οικονομία του πολέμου», έχει εξελιχθεί σε ένα σύστημα που αναπαράγει τον εαυτό του και συμβάλλει στην διαιώνιση των εχθροπραξιών καθώς πολλοί συμμέτοχοι επωφελούνται από αυτήν. Τέλος, η επέκταση της «μαύρης αγοράς» έδωσε σε αυτές τις ομάδες εύκολη πρόσβαση σε όπλα, ενώ τα εμβάσματα από το εξωτερικό οξύνουν την κείμενη κατάσταση.
Ως εκ τούτου, είναι αδιαμφισβήτητο πως η κρατική αστάθεια αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα ενίσχυσης των Χούτι και της αλ Κάιντα, οι οποίες ασκούν ταυτόχρονα κρατικές λειτουργίες, ως ένα εναλλακτικό σύστημα διακυβέρνησης ανεξάρτητο από το κράτος, θολώνοντας την διάκριση μεταξύ επίσημης και ανεπίσημης εξουσίας. Το φαινόμενο αυτό, σε συνδυασμό με την οικονομία πολέμου, και την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπόλεμων μερών, δυσχεραίνουν τις πιθανότητες διατήρησης της ειρηνευτικής προσπάθειας που είχε επιτευχθεί από τα Ηνωμένα Έθνη το Νοέμβριο του 2019, ώστε να σταματήσει ο πόλεμος που έχει κοστίσει τις ζωές σε περισσότερους από 100.000 ανθρώπους, οδήγησε στην εξάπλωση λιμού και προκάλεσε μαζική μετακίνηση περισσότερων από 2 εκατομμυρίων κατοίκων.
Ωστόσο αν και η κατάσταση παραμένει κρίσιμη με τις αψιμαχίες να συνεχίζονται εκατέρωθεν, ο «διεθνής εμφύλιος» στην Υεμένη εξακολουθεί να παραμένει στην αφάνεια παρά το τεράστιο ανθρωπιστικό του κόστος και τον κίνδυνο ανάφλεξης ολόκληρης της περιοχής.