Σοβαρά προβλήματα με τα οστά και τα αγγεία τους είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν τα άτομα με σύνδρομο Cushing. Οι πάσχοντες των οποίων τα επίπεδα της κορτιζόλης στο αίμα τους είναι πάνω από το φυσιολογικό, λόγω ενδογενών παραγόντων, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να υποστούν κατάγματα και δυσκαμψία των αρτηριών, η οποία αποτελεί παράγοντα καρδιαγγειακών παθήσεων. Στο συμπέρασμα κατέληξε ιαπωνική μελέτη, η οποία έδειξε ότι οι συνέπειες στα αγγεία μπορεί να συνυπάρχουν με αυτές που προκαλούνται στα οστά.
«Το σύνδρομο Cushing είναι μια ομάδα παθήσεων που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη υπερβολικής ποσότητας κορτιζόλης στον οργανισμό, μιας ορμόνης που απελευθερώνεται σε καταστάσεις στρες. Το σώμα τη χρειάζεται για τη διαχείριση της αναπνοής, της πίεσης, του καρδιακού ρυθμού, της γλυκόζης, της φλεγμονής, τον έλεγχο της έντασης των μυών και για πολλές άλλες λειτουργίες.
Παράγεται από δύο μικρούς αδένες που βρίσκονται στην κορυφή των νεφρών, καθώς και από την υπόφυση και τον υποθάλαμο, που βρίσκονται στον εγκέφαλο. Από τις πιθανότερες αιτίες εμφάνισης του συνδρόμου είναι η ανάπτυξη όγκου στα επινεφρίδια, ο οποίος είναι συνήθως καλοήθης αλλά προκαλεί την έκκριση υπερβολικής ποσότητας κορτιζόλης. Η κακοήθεια δεν αποκλείεται, αλλά ούτε είναι συνήθης», εξηγεί ο Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ, κ. Δημήτρης Λινός.
Μια ειδική μορφή του συνδρόμου είναι η νόσος Cushing, στην οποία τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης προκαλούνται από έναν όγκο στην υπόφυση του εγκεφάλου.
Όταν το ίδιο το σώμα ευθύνεται για το σύνδρομο τότε χαρακτηρίζεται ενδογενές, ενώ όταν η περίσσεια κορτιζόλης οφείλεται στη λήψη φαρμάκων για την αντιμετώπιση άλλων παθήσεων, όπως του άσθματος, τότε έχουμε το εξωγενές σύνδρομο Cushing. Υψηλότερες πιθανότητες εμφάνισης του συνδρόμου έχουν οι άνθρωποι μέχρι 50 ετών, περιλαμβανομένων των παιδιών και των εφήβων και οι γυναίκες σε αναλογία 7 προς 10.
Η υπερκορτιζολαιμία ανεξαρτήτως αιτίας μπορεί να προκαλέσει αύξηση του σωματικού βάρους, θρόμβωση, καρδιακή προσβολή, υπέρταση, διαβήτη τύπου 2, λοιμώξεις, κ.ά. ενώ εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να αποβεί μοιραία.
Η μακροχρόνια έκθεση στην κορτιζόλη και γενικότερα σε γλυκοστεροειδή (στεροειδείς ορμόνες στις οποίες ανήκει η κορτιζόλη), είτε λόγω ενδογενούς περίσσειας είτε εξωγενούς χορήγησής τους, σχετίζεται με διάφορες καρδιομεταβολικές επιπλοκές και με οστεοπόρωση – συχνή αιτία καταγμάτων.
Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Kyushu της Ιαπωνίας θέλησαν να διαπιστώσουν εάν η γνωστή, μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας, αρνητική σχέση κορτιζόλης και άξονα οστών-αγγείων αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με τα οστά ή τα αιμοφόρα αγγεία σε άτομα με Cushing.
Στη μελέτη τους συμπεριέλαβαν 194 άτομα, το 50% των οποίων είχαν υπερβολικά επίπεδα κορτιζόλης. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και 17 άτομα με εμφανές σύνδρομο Cushing και 80 με υποκλινικό σύνδρομο Cushing (αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης, αλλά χωρίς εμφανή συμπτώματα της νόσου). Όλοι είχαν όγκους στα επινεφρίδια. Οι υπόλοιποι, που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου, είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά με την πρώτη ομάδα, όγκους στα επινεφρίδια, αλλά τα επίπεδα κορτιζόλης ήταν φυσιολογικά.
Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Bone Reports, έδειξαν ότι οι ασθενείς με Cushing είχαν υψηλότερα ποσοστά σπονδυλικών καταγμάτων (49% έναντι 8%), καθώς και αισθητά χαμηλότερη πυκνότητα σε αρκετά οστά, αν και οι ενδείξεις έκδηλης οστικής απώλειας ήταν σπάνια και στις δύο ομάδες. Επίσης, παρουσίαζαν αρτηριακή δυσκαμψία (37% έναντι 21%) ή ασβεστοποίηση της κοιλιακής αορτής (32% έναντι 15%).
Το 25% σχεδόν των ασθενών με σύνδρομο Cushing είχε και σπονδυλικό κάταγμα και αρτηριακή δυσκαμψία (23%) ή σπονδυλικό κάταγμα και ασβεστοποίηση της κοιλιακής αορτής (22%), ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην ομάδα ελέγχου ήταν 2% και 1%. Όσοι υπέφεραν και από τα δύο είχαν υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης, ανεξάρτητα από την βαρύτητα του συνδρόμου.
Τα σπονδυλικά κατάγματα σε ασθενείς με σύνδρομο Cushing οδηγούν σε μειωμένη κινητικότητα λόγω του πόνου που προκαλούν και εν τέλει σε χειρότερη ποιότητα ζωής. Το ποσοστό μπορεί να ανέρχεται και στο 50% των ασθενών. Τα παιδιά με το σύνδρομο μπορεί να παρουσιάσουν ατελή ανάπτυξη και τελικά χαμηλότερο ύψος.
Όσον αφορά στο αγγειακό σύστημα, το σύνδρομο αυξάνει τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι απαραίτητος ο έγκαιρος εντοπισμός και η θεραπεία του, αφού η σύντομη διάρκειά του είναι θεμελιώδους σημασίας στην αποφυγή τόσο της δυσκαμψίας των αρτηριών όσο και των καταγμάτων.
Το είδος της θεραπείας που θα προταθεί εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία των υψηλών επιπέδων κορτιζόλης. Η διακοπή των γλυκοκορτικοειδών, εάν ο ασθενής πάσχει από εξωγενές σύνδρομο Cushing, επιτυγχάνει τη σταθεροποίηση των επιπέδων της κορτιζόλης σε φυσιολογικά επίπεδα.
Όταν η υπερκορτιζολαιμία προκαλείται από όγκο, συστήνεται η χειρουργική επέμβαση, η οποία είναι αποτελεσματική και απαλλάσσει τον ασθενή από τη λήψη φαρμάκων. Η επέμβαση είναι απαιτητική, αλλά για τον ασθενή δεν απαιτεί παρά μόνο δύο μέρες νοσηλείας, δεδομένου ότι πλέον γίνεται λαπαροσκοπικά.
«Σήμερα, η λαπαροσκοπική επινεφριδεκτομή έχει αντικατασταθεί από την οπισθοπεριτοναϊκή ενδοσκοπική επινεφριδεκτομή, η οποία είναι ασφαλέστερη και καλύτερη. Τόσο η κάμερα όσο και τα ενδοσκοπικά εργαλεία εισάγονται απευθείας στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο όπου ευρίσκονται τα επινεφρίδια, αποφεύγοντας τα υπόλοιπα όργανα της κοιλιάς. Η ανάρρωση 12 ώρες μετά από την οπισθοπεριτοναϊκή ενδοσκοπική επινεφριδεκτομή είναι εντυπωσιακή, με τον ασθενή να επανέρχεται στις δραστηριότητές του», καταλήγει κ. Δημήτρης Λινός.