Όλοι µας συγκλονιζόµαστε όταν ακούµε για ανθρωπόµορφα τέρατα που σκοτώνουν, βιάζουν, πετούν στους κάδους και κακοποιούν βάναυσα τα παιδιά που φέρνουν στον κόσµο. Είναι γονείς αυτοί; Φυσικά και όχι, αλλά αυτού του είδους οι άνθρωποι αποτελούν τη µαύρη σελίδα στο βιβλίο της ζωής. Ευτυχώς υπάρχει και η ροζ σελίδα γεµάτη αγάπη, προσφορά, χαρά, και υπερηφάνεια.
Οι άνθρωποι που ενώ δεν είχαν την ευτυχία να γίνουν γονείς, έσφιξαν στην αγκαλιά τους µε στοργή, αγάπησαν και µεγάλωσαν ένα παιδί που ενώ δεν ήταν το φυσικό τους, το αγαπούν τόσο που πολλοί φυσικοί γονείς δεν έχουν αγαπήσει τα παιδιά τους. Αυτοί οι άνθρωποι, τα ζευγάρια που αναλαµβάνουν ένα παιδί να µεγαλώσουν διαπαιδαγωγήσουν, µορφώσουν και αποκαταστήσουν, µας αποδεικνύουν ότι υπάρχουν ακόµα άνθρωποι τρυφεροί, ευαίσθητοι, µε µεγάλα αποθέµατα αγάπης. Σε εκατοντάδες υπολογίζονται κάθε χρόνο τα ζευγάρια, που χάνοντας κάθε ελπίδα να αποκτήσουν παιδί στρέφονται στη λύση της υιοθεσίας, και τότε αρχίζει µια αγωνιώδης αναζήτηση και µια µεγάλη δοκιµασία. Λαχταρώντας όσο τίποτε άλλο να µοιραστούν την τρυφερότητα, την αγάπη, τη στοργή, µε ένα παιδί βρίσκουν µπροστά τους χίλια εµπόδια: Το αναχρονιστικό νοµικό πλαίσιο που η µόνη του χρησιµότητα είναι να ανοίγει το δρόµο στο εµπόριο βρεφών, τις αργόσυρτες και γραφειοκρατικές διαδικασίες τις συχνά απαράδεκτες σε βάρος τους διακρίσεις και τους περιορισµούς των ιδρυµάτων .Όµως κάποιες φορές το πάθος τους επικρατεί νικάει τις αντίξοες συνθήκες και αυτό που µένει τελικά απ’ όλη αυτή την περιπέτεια δεν είναι άλλο από ένα νεοφερµένο παιδικό µουτράκι που ακτινοβολεί χαρά, αγάπη, ελπίδα και εκείνο το θείο σαν µουσική κλάµα του.
Εκτός από την ταλαιπωρία των επίδοξων γονέων, και την εναγώνια αναµονή τους µέχρι να βρεθεί κάποιο παιδί για υιοθεσία που σήµερα διαρκεί από 3-5 χρόνια, οι αρµόδιοι των ιδρυµάτων υποστηρίζουν ότι τα επόµενα χρόνια θα µειωθεί κατά πολύ. Μια γυναίκα, πρέπει να χει µέσα της πολύ λαχτάρα και γεµάτη την καρδιά της µε αγάπη για τα παιδιά, για να καταφέρει µέσα από µεγάλο αγώνα να ξεπεράσει τα πολύ µεγάλα σχεδόν αξεπέραστα εµπόδια, το ισχύον σύστηµα συχνά πράγµατι αλλοπρόσαλλο, που είναι ικανό να σε τρελάνει. Μπορείς να βλέπεις ας πούµε ένα παιδί από το ίδρυµα να δηµιουργήσεις µαζί του κάποια συναισθηµατική σχέση και ενώ το έχεις και σ’ έχει αγαπήσει, τελικά να µη σου το δώσουν επειδή έκριναν ότι είσαι ακατάλληλη. Και ενώ ρωτάς, πως σε κρίνουν κατάλληλη για να προσφέρεις αγάπη και στοργή σ’ αυτό το παιδάκι µέσα στο ίδρυµα, σε κρίνουν ακατάλληλη στο σπίτι σου η απάντηση που δίνουν µε πολλές ασάφειες, σε βγάζει από το ρούχα σου. Βάζουν όριο και στην ηλικία των υποψήφιων γονέων. Ο κανονισµός µέχρι πριν λίγα χρόνια προέβλεπε ανώτατο όριο για την γυναίκα τα 38 και για τον άνδρα τα 44 χρόνια. Γιατί όµως µια γυναίκα που είχε περάσει αυτό το όριο, και που ήταν 40-45 χρονών να µην µπορεί να υιοθετήσει; Ευτυχώς ο κανονισµός έχει αλλάξει και η ηλικία έφθασε έως τα 60 έτη. Όµως πώς µπορείς αλήθεια τόσο επιπόλαια να στερείς µια γυναίκα που η φύση δεν την προίκισε µε το δώρο της µητρότητας, την αγάπη ενός παιδιού και πώς µε ποιο δικαίωµα µπορείς να την καταδικάσεις τόσο σκληρά στη µοναξιά, πως µπορεί κανείς να της επιβάλει µια συναισθηµατικά ανάπηρη ζωή? Αυτά τα ερωτήµατα µπαίνουν από πάρα πολλές που έχουν περάσει τα 60 χρόνια και που όµως ακόµα αισθάνονται –και είναι- αρκετά νέες. Πόσο ασφαλές είναι αλήθεια αυτό το επιχείρηµα και πόση σχέση µπορεί να έχει µε την αγάπη και την στοργή, που δίνεται στο παιδί από τους όποιας ηλικίας γονείς τη στιγµή µάλιστα που χάσµα γενεών µπορεί να υπάρξει και ανάµεσα σε δύο πρόσωπα που η διαφορά ηλικίας τους δεν ξεπερνάει τα δέκα η δεκαπέντε χρόνια; Και πόσο λογικό είναι, µία γυναίκα 60 χρονών να θεωρείται πιο ώριµη και ικανή να µεγαλώσει ένα παιδί από µια λίγο µεγαλύτερή της.
Ενδεικτικό της ανακόλουθης πολιτικής των ιδρυµάτων είναι το γεγονός πως ενώ δεν επιτρέπουν σε µεγαλύτερα στην ηλικία ζευγάρια να υιοθετήσουν ένα παιδί, δίνουν παιδιά µε ειδικές ανάγκες πολύ πιο πρόθυµα χωρίς να πολύ νοιάζονται για το όριο ηλικίας. Πολλές από τις γυναίκες που δίνουν το παιδί τους σε ίδρυµα εκτός από την φτώχεια και την ανικανότητα να µεγαλώσουν ένα παιδί πολλές παρουσιάζουν όπως λένε οι ψυχολόγοι ένα παθολογικό σύµπτωµα, «την άρνηση της εγκυµοσύνης τους» Για λόγους ψυχολογικούς, ανακαλύπτουν αργά την κατάστασή τους κι έτσι η µόνη λύση είναι να το δώσουν στο ίδρυµα. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο και όµως αυτή η πράξη της εγκατάλειψης είναι πολλές φορές ίσως και πράξη αγάπης. ∆ίνοντας το παιδί τους, για υιοθεσία το προστατεύουν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Γιατί πολύ συχνά µες την απόγνωση είναι πολύ πιθανόν, θέλοντας να απαλλαγούν από αυτό να το σκοτώσουν -κάτι που δυστυχώς ταχτικά διαβάζουµε στα Μ.Μ.Ε. Πρόκειται για γυναίκες µε τόσο βαθιά τραύµατα, που ο ψυχικός τους κόσµος έχει σχεδόν νεκρωθεί και το µητρικό ένστικτο ίσως δεν πρόκειται να αφυπνιστεί. Αυτές οι γυναίκες έχουν ανάγκη ψυχολογικής υποστήριξης, προστασίας και φροντίδας. Η απόγνωση πρέπει να ανιχνευτεί έγκαιρα και να βοηθηθούν ώστε ν’ αντιµετωπίσουν συνειδητά την κατάστασή τους προλαβαίνοντας και αποτρέποντας έτσι την παιδοκτονία.
Η αναζήτηση των ριζών: ένα δύσκολο, ανηφορικό µονοπάτι. Ποιο είµαι, τι είµαι, η τιµή της αλήθειας έχει πολύ κόστος, όλοι όµως λένε πως το παιδί πρέπει να γνωρίζει για την υιοθεσία του. Αρχίζοντας από το θέµα του χρόνου η της ηλικίας ενηµέρωσης, θα πρέπει να έχουµε υπόψη µας το εξής: Το παιδί στην αρχή έχει µία συµβιωτική σχέση µε την ψυχολογική σηµασία της λέξεως µε τη µητέρα του. Μέχρι τα ενάµιση – δύο χρόνια δεν έχει απόλυτη γνώση και συνείδηση που αρχίζει και που τελειώνει ο εαυτός του σε σχέση µε τον κόσµο γύρω του. Στη συνέχεια περνάει ένα στάδιο που µέσα από την διαδικασία της ταύτισης στην αρχή µε τον γονιό του ιδίου φύλλου, χτίζει πια εκείνο που ονοµάζουµε έννοια του εαυτού, σαν ένα ανεξάρτητο ον. Η έννοια αυτή ολοκληρώνεται τελικά µόνο στην εφηβεία οπότε το παιδί αποκτά την προσωπική του ταυτότητα. Το ιδεώδες λοιπόν θα ήταν, στην ηλικία των πέντε έως οκτώ ετών οι γονείς εξηγούσαν και έλεγαν πολύ απλά πόσο χαρούµενου ένοιωσαν την ηµέρα που ήρθε στο σπίτι. Αν µάθει την αλήθεια µετά τα 10 χρόνια του η πληροφόρηση εµπεριέχει προβλήµατα που µπορούν να ξεκινήσουν από την απλή εφήµερη διατάραξη των σχέσεων µε τους γονείς, και να φτάσουν µέχρι τις σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές όπως την πλήρη απόρριψή τους. Μία βασική ανησυχία του θετού παιδιού όταν ενηµερώνεται για την υιοθεσία του είναι πως το άφησαν γιατί ήταν κακό, γι’ αυτό θα πρέπει οι θετοί γονείς να του περνούν το µήνυµα ότι οι φυσικοί του γονείς το ήθελαν αλλά δεν µπορούσαν να το µεγαλώσουν, κι έτσι σκέφτηκαν την καλύτερη λύση γι’ αυτό, που ήταν να βρεθεί µία καλή οικογένεια να το µεγαλώσει.
Τελικά είναι υπέροχο να βλέπεις στα µάτια ενός παιδιού την ίδια λατρεία που του έχεις κι’ εσύ, και είναι µεγάλη χαρά και ευτυχία να µεγαλώνεις ένα παιδί που ενώ δεν το έχεις γεννήσει, το αγαπάς όσο τίποτε άλλο. Μακάρι όλες οι γυναίκες που για κάποιο λόγο δεν µπόρεσαν να αποκτήσουν ένα παιδάκι, να µπορούσαν να νοιώσουν αυτό το ανεπανάληπτο συναίσθηµα, την απόλυτη πραγµάτωση της αγάπης. Ναι! Η υιοθεσία είναι µία πράξη αφοσίωσης, µια πράξη γενναιόδωρη που σε ολοκληρώνει σαν άνθρωπο, σαν γυναίκα. Μια πράξη γενναιόδωρη που την έχει ανάγκη η κοινωνία µας, τα ίδια τα παιδιά που µεγαλώνουν σε απρόσωπα ιδρύµατα, αλλά και οι γυναίκες εκείνες οι οποίες δεν έχουν που να διοχετεύσουν το πλεόνασµα της αγάπης και της τρυφερότητάς τους. Η υιοθεσία είναι ίσως µια αναγκαιότητα, γιατί όπως λέει και ο ποιητής:
«Η ζωή χωρίς παιδιά είναι µια ζωή χωρίς αντίλαλο».
H Ελευθερία Κατσιφαράκη είναι συντ. δηµοσιογράφος