Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024

“Υπάρχει τόπος μυστικός”

Ἀπὸ τὸ ρῆμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς “μύω” (ποὺ ἔχει διαφορετικὴ σημασία ἀπὸ τὸ ὁμόρριζό του “μυῶ”) προῆλθαν πολλὲς λέξεις, ἁπλὲς ἢ σύνθετες, παλαιότερες ἢ νεότερες. Ὅλες ἔχουν στὴ σημασία τους, λιγότερο ἢ περισσότερο, τὴν ἔννοια τοῦ “κρυφοῦ”, τοῦ “ἀπόρρητου”. Καὶ εἶναι γνωστὸ πὼς ὅ,τι δὲν εἶναι φανερὸ κεντρίζει τὴν περιέργεια καὶ διεγείρει τὴ φαντασία.

Ἀκόμη πιὸ ἔντονα συμβαίνει αὐτό, ὅταν ὑπάρχει βεβαιότητα, ἢ ἔστω ὑποψία, ὅτι σκοπίμως κάτι ἀποκρύπτεται ἢ δὲν ὁμολογεῖται καὶ δὲν παρουσιάζεται μὲ σαφήνεια.

Συχνὰ τὸ “κρυφὸ” ταυτίζεται μὲ τὸ “ἄγνωστο” – ἔχει δηλαδὴ ἀπὸ τὴ φύση του αὐτὴν τὴν ἰδιότητα. Καὶ ἂν σήμερα ὁ ἄνθρωπος ἔχει δώσει ἀπαντήσεις σὲ ἀπορίες τοῦ παρελθόντος, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἀρχαῖες κοινωνίες βάδιζαν μέσα στὴ νύχτα, μέχρι ποὺ κάποιοι “φωτισμένοι” ἄρχισαν νὰ ἐρευνοῦν προσπαθώντας νὰ διαλύσουν τὸ σκοτάδι καὶ νὰ ρίξουν φῶς.

Τὸ θέμα εἶχε ἐξ ἀρχῆς καὶ μεταφυσικὴ διάσταση: ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα διὰ τῶν αἰσθήσεων γίνονται ἀντιληπτά, μήπως ὑπάρχουν καὶ ἄλλα; μήπως γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχει κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁριοθετοῦν ἡ γέννηση καὶ ὁ θάνατός του καὶ ποὺ ὀνομάζουμε “βίο”;

Τὰ ἐρωτήματα γέννησαν ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους. Μυθοποιοὶ στὴν ἀρχή, διανοητές, σοφοὶ καὶ φιλόσοφοι στὴ συνέχεια ἄρχισαν νὰ δίνουν ἀπαντήσεις – κατὰ τὴν κρίση του καθένας.

Πάνω ἀπὸ ὅλους ὅμως βρέθηκε ἡ θρησκεία – ἡ ὅποια θρησκεία, καθὼς ἐμφανιζόταν ὡς ἡ πλέον ἁρμόδια: διὰ τῶν λειτουργῶν της συνέδεε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ πέραν τοῦ βίου, μὲ τὸ χῶρο ὅπου τὸ κράτος καὶ ἡ δύναμη ἀνῆκαν στὸν “θεό”. Δὲν εἶναι, λοιπόν, παράξενο τὸ ὅτι στὸ λεξιλόγιο καὶ τὴ φρασεολογία τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς χρησιμοποιήθηκαν καὶ χρησιμοποιοῦνται λέξεις ποὺ δηλώνουν κάτι σχετιζόμενο μὲ “μὴ φανερά”.

Στὴ ζωὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων περίοπτη θέση εἶχαν τὰ “μυστήρια”· τελετὲς “μυστικῆς” λατρείας ἢ συμβολικὲς ἱεροτελεστίες μὲ τὶς ὁποῖες οἱ “μύστες” ἐπικοινωνοῦσαν μὲ κάποιον θεὸ (μὲ πιὸ γνωστὰ τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια). Ὁ γεωγράφος Στράβων μᾶς πληροφορεῖ ὅτι στὴν Ἐλευσίνα ὑπῆρχε «τὸ τῆς Δήμητρος ἱερὸν τῆς ᾿Ελευσινίας καὶ ὁ μυστικὸς σηκός, ὃν κατεσκεύασεν ᾿Ικτῖνος». Ὁ σοφιστὴς Αἰλιανὸς Κλαύδιος ἀναφέρει ὅτι «ὁ μυστικὸς ῎Ιακχος ἠκούσθη κατὰ τὴν ναυμαχίαν Περσῶν καὶ ῾Ελλήνων». Συχνὰ στοὺς διαλογισμοὺς καὶ στὶς κουβέντες τῶν ἔνθεων συζητητῶν ἐμφανίζονταν ἡ μυστική ρῆσις ἢ σιωπὴ ἢ φιλοσοφία ἢ σοφία ἢ φλόξ, ὁ μυστικὸς λόγος. Μυστηλασία, μυστηριάρχης, μυστηριασμός, μυστηριολογία,, μυστηριώδης εἶναι κάποιες ἄλλες ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ πλούτισαν τὸ σχετικὸ λεξιλόγιο.

Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν θρησκευτικὸς χῶρος στὸν ὁποῖο γίνεται λόγος περὶ ἀπορρήτων θεμάτων, καταστάσεων, διδαχῶν κ.λπ. Σὲ ὅλους εἶναι γνωστὸς ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος ὁ πρὸ τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὰ ἑπτὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τοῦ ὅλου οἰκοδομήματος. Μὲ τὴν προχριστιανικὴ αὐτὴ λέξη χαρακτηρίζεται ἡ ἱεροτελεστία μὲ τὴν ὁποία μεταδίδεται στὸν Χριστιανὸ ἡ θεία Χάρη. Μεταξὺ ἄλλων, στὴν ὁρολογία τῶν Πατέρων συναντᾶμε ἀναφορὲς σὲ «μυστικὸν καθαρμὸν» (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία), σὲ «μυστικὸν ὕδωρ / λουτρὸν» (κατὰ τῆς ἁμαρτίας), σὲ «μυστικὸν θαῦμα». Ἀπὸ ὕμνους ἀποσπῶ τὶς φράσεις «τὴν σήμερον μυστικῶς ὁ μέγας Μωυσῆς προδιετυποῦτο» (Μ. Σάββατο), «μυστικὸς εἶ, Θεοτόκε, παράδεισος» (Καταβασίες Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ), «οἱ τὰ Χερουβεὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες» (Χερουβικὸς ὕμνος). Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους Πατριάρχες ἦταν, τὸν δέκατο αἰώνα, ὁ Νικόλαος Μυστικός. Ἐννοεῖται δὲ ὅτι καὶ στὸν Χριστιανισμὸ γίνεται λόγος γιὰ “μύστες”, στὸν μακρὸ κατάλογο τῶν ὁποίων πρῶτοι εἶναι οἱ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ.

Ἂν ἔρθουμε στὴν ἐποχή μας καὶ στὴ φρασεολογία της, θὰ ἀκούσουμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ “μυστικοὺς πράκτορες”, γιὰ “μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας”, γιὰ “κοινὸ μυστικό”, γιὰ “μυστικοπαθεῖς” καὶ “μυστικοπάθεια”, γιὰ “μυστικοσύμβουλους”, γιὰ “μυστικισμό”. Καὶ ἀσφαλῶς θὰ μᾶς ἔρθει ὁ ἀντίλαλος τοῦ παλιοῦ δροσεροῦ τραγουδιοῦ «ἔχω ἕνα μυστικὸ κρυμμένο στῆς καρδιᾶς τὰ βάθη».

Ἡ διαπίστωση ὅτι στὴ γλώσσα μας ὑπάρχει ὁ μεγάλος ἀριθμὸς λέξεων ποὺ εἴτε σημειώθηκαν παραπάνω εἴτε παραλείφθηκαν – λέξεων μὲ βαρὺ φορτίο καὶ μὲ παραπομπὴ στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μας δὲν εἶναι τὸ πιὸ σημαντικό. Ἂν ψάξουμε, θὰ βροῦμε πολλὲς ἀκόμη οἰκογένειες λέξεων πιὸ πλούσιες σὲ ἀριθμούς, μὲ τὸ ἴδιο ἢ καὶ μὲ μεγαλύτερο βάρος.

Ἐδῶ ὅμως συμβαίνει κάτι ξεχωριστό: τὰ ἀπόρρητα καὶ ἀπόκρυφα, τὰ μυστικὰ καὶ μυστηριώδη, αὐτὰ ποὺ χάνονται στὰ βάθη καὶ στὰ πλάτη ὁριζόντων καὶ ὠκεανῶν, ἐκεῖνα ποὺ βρίσκουν στέγη στὰ μύχια τῆς ψυχῆς μας ἢ στὸ λαβύρινθο τῆς σκέψης μας εἶναι δύσκολο, ὣς καὶ ἀδύνατο, νὰ τὰ ξεκρίνουμε. Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἀκόμη τὰ σκεπάζει, ὅλα μαζί, πέπλος διάφανος καὶ ἀόρατος. Ἂν μπορούσαμε νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν παραμερίσουμε, θὰ εἴχαμε μπροστά μας ἕναν ἄλλο κόσμο.

Καὶ πάλι, ὅλα μαζί, εἶναι μιὰ χώρα ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τῆς ποίησης. Τῆς ἀόρατης “θεᾶς”, ποὺ δὲ ρώτησε ποτέ, καὶ δὲ θα ρωτήσει στὸ μέλλον, ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καθένας μας καὶ ποῦ πηγαίνει, ποιό εἶναι τὸ ὄνομά μας καὶ σὲ ποιόν Θεὸ πιστεύουμε, σὲ ποιά γλώσσα λέμε τὸν πόνο μας καὶ ψάλλουμε γιὰ τὴ χαρά μας. Γιὰ ἄλλο νοιάζεται, ποὺ δὲν μπορεῖ κάθε μάτι να τὸ δεῖ καὶ κάθε αὐτὶ νὰ τὸ ἀκούσει, κάθε νοῦς νὰ τὸ μετρήσει καὶ κάθε στόμα νὰ μιλήσει γι’ αυτό.

Ὅσα δόθηκαν παραπάνω τὰ ἀγκαλιάζει μὲ τὸ χάδι της καὶ τὰ τιμᾶ μὲ στοργὴ – ὅλα τὰ ἄρρητα καὶ τὰ μυστήρια τὰ γνωστὰ ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἔγνοια της ὅμως εἶναι γιὰ κάτι παραπάνω: νὰ μᾶς δείξει πὼς ὑπάρχει καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ γνωρίζουμε ἢ ποὺ δὲν φανταζόμαστε κὰν ὅτι ὑπάρχει. Μιὰ φωνὴ ἀπὸ μακριὰ καὶ ἀπὸ κοντὰ τὸ διαλαλεῖ: «Ὑπάρχει τόπος μυστικός· ἐκεῖ ἀναπαύεται ἡ Ἱστορία· ἐκεῖ ἀνταμώνουν οἱ ψυχές».

Ἱστορία εἶναι ἡ ζωή μας ὅλη, ἡ περασμένη καὶ ἡ μελλούμενη. Ἀπὸ τὴν ταραχὴ γλυτώνει καὶ ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς στροβιλισμοὺς τῶν καιρῶν, σὰν καταφέρει νὰ βρεθεῖ στὸν τόπο τὸν μυστικό. Δὲν ὁδεύει αὐτόματα πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἐμεῖς, καθένας μας, πρέπει νὰ ρωτήσουμε, νὰ ψάξουμε, νὰ βροῦμε τὸ δρόμο. Ἡ ἀνταμοιβὴ εἶναι τὸ ἀντάμωμα τῶν ψυχῶν σ’ ἐκεῖνον τὸν τόπο· ἀντάμωμα πνευματικὸ σὲ ἕνα χωρὶς τέλος συμπόσιο.

Τὸ δρόμο αὐτὸ μᾶς βοηθᾶ ἡ Ποίηση νὰ τὸν βροῦμε. Ἔχει ἕτοιμους νὰ μᾶς ὑποδεχτοῦν τοὺς δικούς της Μύστες. Εἶναι οἱ ποιητές, καὶ περιμένουν: «… άπιαστοι· / ριπές πυρός στο σκοτάδι / οδεύουν … μακριά από την αποικία της αμνησίας / αδιαπραγμάτευτα πολιτογραφημένοι / στη χώρα του φωτός!».

ΥΓ. Ἀφορμὴ γιὰ τὸ σημερινὸ σημείωμα ἔδωσε στίχος ἀπὸ τὸ ποίημα «Μη μου άπτου» τῆς Ἀνδρομάχης Χουρδάκη. Κοσμεῖ τὴ Συλλογὴ «Τα Σκουλαρίκια της Περσεφόνης. Ποιητικός λόγος» (Εκδόσεις “Ραδάμανθυς”, Χανιά 2018). Ἀπὸ τὴν ἴδια Συλλογὴ εἶναι καὶ οἱ τελευταῖοι στίχοι ποὺ παρέθεσα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

  1. Αγαπητέ κ Λουπάση , τα ποιήματα αρχίζουν να υπάρχουν…όταν τα ενστερνιστεί ο αναγνώστης τους .Η ποίηση είναι αγαθό που μοιράζεται.Σας ευχαριστώ!

  2. Αγαπητή κυρία Χουρδάκη, και αγαθό είναι και μοιράζεται -η Ποίηση!
    Αποσπώ δυο στίχους από το θεατρικό έργο σας “Φεύγουσα” : “Να ανοίξουμε το κλειστό παράθυρο / Μην μας προσπεράσει κι αυτή η άνοιξη”. Το θεωρώ κάλεσμα που ο μύστης / ποιητής απευθύνει σε όσους θέλουν να γευθούν τα δώρα των Μουσών. Πρέπει όμως να έχουν ανοιχτό το παράθυρο της ψυχής τους!
    Σας ευχαριστώ για το καίριο σχόλιό σας.
    Να μου επιτρέψετε να επισημάνω τη σεμνότητα με την οποία διακονείτε την ποίηση!

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα