Είµαι έξω από το αστυνοµικό τµήµα για την παραλαβή της νέας ταυτότητας. Ένα µικρό παιδί µε µπεζ µπουφάν περνά από µπροστά µου.
Το κρατάνε δύο άντρες. Το βάζουν σε ένα λευκό αυτοκίνητο µε τζάµια που δεν επιτρέπουν να δεις. Για λίγο ο νους σταµατά. Το είδες µαµά; ρωτά η κόρη µου. Η φωνή του παιδιού µου πάντα λειτουργεί αφυπνιστικά. Συνειδητοποιώ πως µπροστά µου µόλις πέρασε ένας έφηβος µε χειροπέδες.
Άδειασε το κορµί µου από αίµα. Σα να ακυρώθηκα. Ως µάνα. Ως εκπαιδευτικός. Ως πολίτης. Ως άνθρωπος. Το γυµνασιόπαιδο που πέρασε δεµένο από µπροστά µου ακύρωσε την πεποίθηση πως Υπάρχω …Σαν να έφταιγα εγώ. Ή µήπως έφταιγα;
Ένα παιδί που µάλλον δεν υπήρξε ποτέ παιδί…
Ένα παιδί που ίσως ήθελε να φωνάξει “Υπάρχω” µα δεν είχε φωνή…
Οι γονείς του; Υπάρχουν;
Οι δάσκαλοί του; Υπάρχουν;
Το παιδί; Υπάρχει;
Κι όλοι εµείς Υπάρχουµε;
Μήπως Υπάρχουµε ως απουσίες;
Και τις περνάει στο απουσιολόγιο της ζωής αυτός ο παροπλισµένος έφηβος. Με το θυµό του. Με την οργή του. Με την ασχήµια του.Με το σκυµένο του κεφάλι…
Και όλοι εµείς που Υπάρχουµε… τροµάζουµε .
Και φόβος υπερίπταται του κόσµου…
Φοβόµαστε το παιδί… µε τις χειροπέδες !
∆ε φοβόµαστε για το παιδί…
Η “φροντίδα” µας για να Υπάρχει… το σκότωσε νωρίς…
*H Θεοδοσία ∆ασκαλάκη είναι φιλόλογος – εκπαιδευτικός