Η υπογονιμότητα αφορά το 15% του γενικού πληθυσμού. Στο 40% των περιπτώσεων υπογονιμότητας, το πρόβλημα οφείλεται μόνο στη γυναίκα ή μαζί στη γυναίκα και στον άντρα, στο 30% των περιπτώσεων κυρίως στον άντρα ή σε συνδυασμό με τη γυναίκα, στο 15% εξίσου και στους δύο, ενώ σε ένα 15% δεν έχουν βρεθεί τα αίτια.
Τα παραπάνω ανέφερε ο καθηγητής Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής του ΑΠΘ Δημήτρης Γουλής, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή σημερινή εκδήλωση, με θέμα «Υπογεννητικότητα και γονιμότητα στο σήμερα», που διοργανώνει η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και η Αντιπεριφέρεια Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Ο κ. Γουλής επισήμανε ότι η υπογονιμότητα θεωρείται η μη επίτευξη εγκυμοσύνης μετά από ένα χρόνο προσπαθειών, ενώ παράλληλα σημείωσε ότι η πιθανότητα σύλληψης κατά τη διάρκεια επαφής στις γόνιμες ημέρες της γυναίκας είναι περίπου 18% σε ένα ζευγάρι που δεν έχει πρόβλημα, το οποίο θα επηρέαζε τη γονιμότητα.
Η υπογονιμότητα αφορά το ζευγάρι και όχι μόνο τον έναν από τους δυο
Αναφερόμενος στα θέματα γονιμότητας καθώς και στις νέες δυνατότητες απόκτησης παιδιών που υπάρχουν σήμερα, επισήμανε ότι η υπογονιμότητα είναι ένα θέμα που αφορά το ζευγάρι και όχι μόνο τον άντρα ή μόνο τη γυναίκα και ότι το ζευγάρι πρέπει να εξετάζεται πάντα μαζί από τον γιατρό.
«Είναι εξαιρετικά σημαντικό το ζευγάρι να εξετάζεται μαζί γιατί εξ ορισμού η υπογονιμότητα αφορά δύο άτομα, αλλά πολλές φορές αυτό το ξεχνάμε. Δηλαδή τον άνδρα τον βλέπει ένας ουρολόγος, ένας ενδοκρινολόγος, ένας ανδρολόγος. Τη γυναίκα ένας γυναικολόγος. Ποτέ δεν τα βάζουμε αυτά όλα μαζί και τελικά αγνοούμε την εικόνα. Ένας άνδρας μπορεί να γονιμοποιήσει μία άλφα γυναίκα αλλά όχι μία βήτα και το αντίθετο. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ο ένας από τους δύο έχει ένα μεγάλο πρόβλημα και ο άλλος καθόλου. Το πιο πιθανό είναι να συνυπάρχουν κάποια θέματα και για αυτό να μην έρχεται το παιδί. Εκτός, λοιπόν, από τους ψυχολογικούς λόγους, το να πηγαίνουν μαζί στο γιατρό, το να στηρίζει ο ένας τον άλλον, υπάρχουν και οι καθαρά ιατρικοί λόγοι. Φυσικά ο ουρολόγος θα ασχοληθεί με ανδρικά προβλήματα, δηλαδή αν υπάρχει διαταραχή στη στύση, αν ο άνδρας έχει κιρσοκήλη, αν έχει χαμηλή τεστοστερόνη, αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει από την άλλη μεριά ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα να έχει μία γυναίκα, μία σύντροφο 20 χρόνων ή 45 χρόνων. Στη περίπτωση που η σύντροφος είναι 25 έχει όλο τον καιρό του κόσμου, αλλά αν είναι 45 δεν έχει καθόλου καιρό, για γυναικείους πια παράγοντες. Άρα θα είναι διαφορετική η αντιμετώπιση στις δύο περιπτώσεις. Δηλαδή δεν μπορείς να κάνεις μία επέμβαση κιρσοκήλης και να περιμένεις να βελτιωθεί το σπέρμα στα επόμενα ένα με δύο χρόνια. όταν η γυναίκα θα είναι πια στα 43 της», εξήγησε ο κ. Γουλής.
Γιατί πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια της υπογονιμότητας;
Σημειώνοντας ότι στον άντρα το σπέρμα είναι περισσότερο από ό,τι τα ωάρια στη γυναίκα, διευκρίνισε ότι «η γυναίκα δεν είναι μόνο τα ωάριά της» και ότι είναι, επίσης, λάθος να ταυτίζουμε τον άντρα με το σπέρμα. Όπως εξήγησε ο κ. Γουλής, για να μπορέσει να τεκνοποιήσει μία γυναίκα, εκτός από ωάρια πρέπει να έχει ανοιχτές σάλπιγγες και κατάλληλη μήτρα, ενώ στον άντρα, η ποιότητα του σπέρματος μπορεί να είναι δείκτης της γενικότερης υγείας του.
Μάλιστα, ανέφερε χαρακτηριστικά μία δραματική περίπτωση, λέγοντας: «Ένας άνδρας είχε ένα μέτριας ποιότητας σπέρμα, που ήταν όμως αρκετό για να γίνει εξωσωματική. Έγινε εξωσωματική, γεννήθηκε το παιδί και ο άντρας πέθανε σε τρεις μήνες, γιατί ο λόγος που το σπέρμα του δεν ήταν καλής ποιότητας ήταν καρκίνος στους όρχεις και κανείς δεν τον εξέτασε περισσότερο να το δει στην ολότητά του. Αυτό είναι ένα ακραίο παράδειγμα. Δυστυχώς, όμως, τέτοια πράγματα έχουν συμβεί. Άρα, λοιπόν, η ποιότητα του σπέρματος μπορεί να είναι αποτέλεσμα και άλλων θεμάτων που έχει στη γενικότερη υγεία του και είναι μια ευκαιρία να ψαχτεί και ο άντρας περισσότερο».
Ο κ. Γουλής πρόσθεσε ότι η υπογονιμότητα είναι μια κατάσταση, ένα σύμπτωμα και όχι η αιτία. «Η υπογονιμότητα είναι ένα σύμπτωμα. Ο τελικός σκοπός είναι η τεκνοποίηση, αλλά πάντα στην Ιατρική, το ενδιάμεσο βήμα είναι η διάγνωση του: “γιατί δεν μπορώ να κάνω παιδιά”. Άρα, μερικές φορές, η εξωσωματική και οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, που έχουν βοηθήσει πάρα πολύ, έρχονται σαν ένας οδοστρωτήρας να λύσουν κατευθείαν το πρόβλημα, χωρίς να βρουν την αιτία. Η λύση δεν είναι να βρούμε μια μέθοδο για να έρθει το παιδί, αλλά να βρούμε και την αιτία που δεν έρχεται το παιδί. Αν βρεις την αιτία, μπορείς να δράσεις αιτιολογικά και αυτό θα βοηθήσει και για τα επόμενα παιδιά, αλλά και για τη γενικότερη υγεία. Μπορεί να έχει κανείς και κάτι άλλο και ένα από τα αποτελέσματά του να είναι η υπογονιμότητα», σημείωσε ο κ. Γουλής.
Επισήμανε δε, ότι μόνο ο φυσιολογικός κύκλος στη γυναίκα και η καλή στύση στον άντρα δεν σημαίνουν ότι είναι γόνιμοι. «Μια γυναίκα με σταθερό κύκλο 28-30 ημερών δεν πρέπει να εφησυχάζει, γιατί μπορεί να έχει τακτικά περίοδο μέχρι τα 50, αλλά η γονιμότητά της αρχίζει να μειώνεται μετά τα 35 και όταν φτάσει στα 40 κάθε χρόνος πια μετράει πολύ. Η περίοδος είναι μάλλον το τελευταίο που θα σταματήσει. Μπορεί να υπάρξουν προβλήματα ωοθήκης, η ωοθήκη να αρχίσει να γερνάει, να μεγαλώνει και να μην φανεί αυτό από την περίοδο. Άρα, λοιπόν, κάθε πράγμα στον καιρό του. Από την άλλη, οι άνδρες πάντα μπέρδευαν τη στύση με την αναπαραγωγή. Ένας άντρας μπορεί να μην έχει κανένα πρόβλημα στύσης και να έχει μηδέν σπερματοζωάρια. Δεν υπάρχει τρόπος να το ξέρει, εάν δεν κάνει σπερμοδιάγραμμα. Το ότι έχει στύση ένας άντρας σημαίνει ότι έχει τεστοστερόνη, όχι ότι μπορεί να κάνει παιδιά», εξήγησε ο κ. Γουλής.
Ποια είναι τα κυριότερα αίτια υπογονιμότητας;
Ως κυριότερα αίτια υπογονιμότητας στον άντρα ανέφερε τον υπογοναδισμό (δηλαδή το ότι δεν παράγεται επαρκής τεστοστερόνη), η κιρσοκήλη και λοιμώξεις όπως οι προστατίτιδες και οι ορχίτιδες. «Περίπου στο 1/3 των περιπτώσεων ανδρικής υπογονιμότητας δεν βρίσκουμε το αίτιο, δηλαδή, υπάρχει διαταραχή στο σπέρμα αλλά δεν βρίσκουμε την αιτία. Στα υπόλοιπα 2/3 βρίσκουμε τις αιτίες, οι πιο συχνές από τις οποίες είναι οι λοιμώξεις, η χαμηλή τεστοστερόνη, η κιρσοκήλη. Σπανιότερα αίτια είναι οι διαταραχές του θυρεοειδή, ο υπερθυρεοειδισμός ή ο υποθυρεοειδισμός, που μπορεί να διαταράξουν το σπέρμα. Επίσης γενετικά αίτια, στυτική δυσλειτουργία στον άνδρα και σπανιότερα αίτια νευρολογικά, αιματολογικά και άλλα.
Αντίστοιχα, στη γυναίκα συχνός είναι ο παράγοντας ωοθήκη που έχει να κάνει με την ηλικία της γυναίκας. Όσο μεγαλώνει, αδειάζει η ωοθήκη από ωοθυλάκια και σταματούν, όταν σταματάει η περίοδος, δηλαδή στα 50 περίπου, που είναι η μέση ηλικία εμμηνόπαυσης. Αλλά η γυναίκα γίνεται υπογόνιμη αρκετά νωρίτερα. Στη γυναίκα, λοιπόν, τα αίτια της υπογονιμότητας είναι το να μην λειτουργούν καλά οι ωοθήκες της, το να είναι κλειστές οι σάλπιγγες, το να υπάρχει μια ανωμαλία στη μήτρα, το να έχει πολύποδες, ινομυώματα, ενδομητρίωση», πρόσθεσε ο κ. Γουλής.
Γιατί να μην μετατίθεται για το μέλλον η τεκνοποίηση;
Ο κ. Γουλής τόνισε ότι τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες δεν πρέπει να καθυστερούν την τεκνοποίηση, γιατί μπορεί στις γυναίκες να μειώνεται η γονιμότητα μετά από κάποια ηλικία, αλλά και στους άντρες, με το πέρασμα των χρόνων, επηρεάζεται η ποιότητα του σπέρματος.
«Ασφαλώς δεν θα απογοητεύσουμε κανέναν. Η γονιμότητα έχει μετατεθεί σε μεγαλύτερα χρόνια. Ασφαλώς και έχουμε μεγαλύτερες δυνατότητες σήμερα. Αλλά όπως δεν σημαίνει ότι επειδή έχω φάρμακα που κατεβάζουν τη χοληστερόλη πρέπει να τρώω ανεξέλεγκτα, έτσι κι επειδή η Ιατρική προσφέρει δυνατότητες δεν σημαίνει πως πρέπει να αρχίσω από τα 18-20 να σκέφτομαι να καταψύξω ωάρια ή σπερματοζωάρια για να τεκνοποιήσω αργότερα. Κρυοσυντήρηση μπορεί να ζητηθεί μόνο στην περίπτωση που ο άντρας ή η γυναίκα θα πρέπει να υποβληθεί σε κάποια θεραπεία που θα επηρεάσει τη γονιμότητα. Πάντα προλαβαίνουμε να το κάνουμε αυτό. Αυτό που συζητιέται ακόμα -γιατί έρχονται οι μόδες να πηγαίνουμε από τη μία υπερβολή στην άλλη- είναι ότι από τη στιγμή που μπορούμε να κρατήσουμε ωάρια ή σπερματοζωάρια, να τα κρατήσουμε για να παγώσουμε τον χρόνο και κάτι τέτοια πράγματα που στην ουσία δεν ισχύουν», σημείωσε ο κ. Γουλής. Παράλληλα, ανέφερε ότι «προς το παρόν ξέρουμε ότι με την κρυοσυντήρηση “ζουν” τα ωάρια, αλλά δεν έχει ακόμη διερευνηθεί η ποιότητά τους και η υγεία των παιδιών που έχουν γεννηθεί από αυτά».
«Παιδιά από κρυοσυντηρημένα ωάρια γεννιούνται εδώ και περίπου 15 χρόνια. Δεν έχουμε ακόμη δεδομένα. Δεδομένα έχουμε από την πρώτη εξωσωματική, που έγινε το 1978 και από την πρώτη ICSI μικρογονιμοποίηση, που έγινε το 1993. Στα παιδιά που έγιναν με εξωσωματική, υπάρχει μια μικρή αύξηση των συγγενών ανωμαλιών, αλλά είναι περίπου από 1% στο 3%, αν θυμάμαι καλά. Όμως αυτή η αύξηση είναι απολύτως δικαιολογημένη, εάν σκεφτείτε ότι για να φτάσει κανείς στην εξωσωματική πολλές φορές χρησιμοποιείται το τελευταίο ωάριο ή το τελευταίο σπερματοζωάριό του, που δεν είναι της ίδιας ποιότητας με τα πρώτα και είναι λογικό να υπάρχει μια μικρή αύξηση κάποιων προβλημάτων. Το πρόβλημα θα ήταν να υπάρχει μεγάλη αύξηση, που αποδεδειγμένα δεν υπάρχει. Άρα είναι ασφαλής μέθοδος», κατέληξε ο κ. Γουλής.