Από την άλλη άκρη της νότιας Κρήτης, μας ήρθε ένα πολύτιμο έργο του εκλεκτού τ. δασκάλου και συγγραφέα, Ζαχαρία Δημ. Καλοχριστιανάκη, με τον τίτλο «Ο Ιωσήφ Φιλάγρης και τα Αστερούσια». Ενα βιβλίο 288 σελίδων,λαμπρή έκδοση της Ι. Μονής Κουδουμά, με ωραίες φωτογραφίες απο τα προσκυνήματα και τα άλλα μνημεία τού τόπου, με λόγο μεστό και ταυτόχρονα γλαφυρό, πλούσια βιβλιογραφία, ευρετήρια και περίληψη στην Αγγλική, Γερμανική και Ρωσική γλώσσα. Αναφέρεται στον ευρύτερο χώρο των Αστερουσίων, στην Ιερά Μονή Κουδουμά, στον Ιωσήφ Φιλάγρη και το δεσμό του με την περιοχή και ιδιαίτερα την Πανεπιστημιακού επιπέδου Σχολή που είχε ιδρύσει στη θέση Λουσούδι και είναι αφιερωμένο «στις αγιασμένες ασκητικές μορφές των Αστερουσίων, σ’ αυτούς που στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς κράτησαν άσβη- στο το καντήλι της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού».
Ο Καλοχριστιανάκης, και σ’ αυτό το έργο του, με περίσσιο σεβασμό προβάλλει τη φυσιογνωμία του τόπου, τα μνημεία, τους ανθρώπους, την παιδεία και γενικότερα τον πολιτισμό και το πλούσιο φως που εξέπεμψε στη διαχρονία του.
Εκπλήσσει ο πλούτος των πληροφοριών που παρατίθενται από το διακεκριμένο συγγραφέα: Ιστορία, Γεωγραφία, Προσωπικότητες, Παραδόσεις, Θρύλοι, Λαϊκή ζωή, όλα βρίσκονται στη σημαντική αυτή έκδοση.
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου είναι αποτυπωμένη όχι μόνο η εγνωσμένη αγάπη, αλλά και η γνώση από τις υπάρχουσες πηγές,τα βιώματα και την έρευνα, για τον τόπο της καταγωγής του, τα Αστερούσια, τα οποία όπως είναι βεβαιωμένο υπήρξαν «μια από τις σπουδαιότερες κοιτίδες του χριστιανισμού και του μοναχισμού στην Κρήτη που δίκαια αποκαλούνται ως το «Αγιον Ορος της Κρήτης». Κυρίως όμως εστιάζεται στον Ιωσήφ Φιλάγρη, τη Σχολή φιλοσοφίας που είχε ιδρύσει σ’εκείνο τον απόμακρο τόπο και το αντιρρητικό κίνημα την εποχή της Βενετοκρατίας.
Ο Ιωσήφ Φιλάγρης, μια εμβληματική προσωπικότητα του 14ου αιώνα, που ενώ το έργο του υπήρξε ανυπολόγιστης σημασίας, ουσιαστικά παρέμενε άγνωστος.
Θεολόγος, φιλόσοφος, σπουδαίος μελετητής των αρχαίων συγγραφέων, «θρεμμένος με τον Όμηρο, τον Αριστοτέλη και τη βυζαντινή γραμματεία», θεωρείται ένας από τους δυναμικότερους υποστηρικτές της Ορθοδοξίας στη διαμάχη με όσους επιζητού- σαν τη σύγκλιση με την παπική εκκλησία. Αρνήθηκε να υποταχθεί στον Πάπα, κατέφυγε στην απρόσιτη περιοχή των Αστερουσίων, ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση της περιοχής και επί πλέον ίδρυσε Σχολή πανεπιστημιακού επιπέδου στην οποία δίδασκε κείμενα Πατέρων και ανώτερα μαθήματα θεολογίας, φιλοσοφίας, αστρονομίας, γραμματικής και ιατρικής και απ’ εκεί με τη διδασκαλία και το όλο έργο του στήριξε τους Ορθοδόξους. Πέρα απ’ αυτό με τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων που ο ίδιος και οι μαθητές του αντέγραψαν βοήθησε στη διάσωση και διάδοση της αρχαίας ελληνικής σκέψης, που υπήρξε το εφαλτήριο της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού στην Ευρώπη.
Το 14ο αιώνα, οι Βενετσιάνοι που κατείχαν την Κρήτη, στην προσπάθειά τους να την εκλατινίσουν, κατήργησαν τον Ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους και με πρωτοφανή προπαγάνδα έσπρωχναν το λαό να ασπαστεί τον παπισμό.
Αυτή η καταπίεση ανάγκασε αρκετούς λόγιους θεολόγους (Ανθιμος ο Ομολογητής, Ιωσήφ Βρυέννιος, Ιωσήφ Φιλάγρης, Νείλος Δαμιλάς κ.ά.) που επονομάστηκαν αντιρρητές, να αντισταθούν και με περισπούδαστα και τεκμηριωμένα κείμενα στήριξαν το λαό, καταπολέμησαν τις παπικές επιδιώξεις των Βενετών και κράτησαν τον κρητικό λαό στην πατρώα πίστη.
Ως απλός αναγνώστης, μελετώντας το βιβλίο του Καλοχριστιανάκη, καλοτυχίζω τον εαυτό μου που αξιώθηκα να γνωρίσω καλύτερα έναν πανέμορφο, ιστορικό και αγιασμένο τόπο, να πλουτίσω τις γνώσεις μου,να μεταφερθώ στην ταραγμένη περίοδο της Βενετοκρατίας με την καταπίεση του λαού μας και την ταυτόχρονη αντίστασή του και εκφράζω τα θερμότατα συγχαρητήριά μου στον άξιο συγγραφέα.
Είναι γεγονός αυτό που επισημαίνει ο Ηγούμενος της Ι. Μονής Κουδουμά: «Στην καταχνιά των ημερών μας, έρχεται το παρόν έργο, ως μια ακτίνα φωτός από την μακραίωνη ιστορία μας και μας δίνει ελπίδα και δύναμη στην πορεία της ζωής, του τόπου και του έθνους μας καθώς συνδέει το χθες με το σήμερα.
Υπενθυμίζει τη βαριά κληρονομιά που έχει εναποτεθεί στους ώμους μας και υποδεικνύει τη στάση, αλλά και την υποχρέωσή μας απέναντι στην Ιστορία και τον πολιτισμό μας».