Η συμφωνία των Πρεσπών διασφαλίζει πως η ΠΓΔΜ θα είναι η μοναδική χώρα που θα λέγεται «Μακεδονία», διαμήνυσε ο σκοπιανός πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ, σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ που μεταδίδει το skai.gr εννέα ημέρες πριν το δημοψήφισμα της 30ης Σεπτεμβρίου.
«Το βόρειο κομμάτι της Ελλάδας είναι Ελλάδα, το δυτικό κομμάτι της Βουλγαρίας είναι Βουλγαρία. Αυτή είναι η δική μας Μακεδονία και δεν θα υπάρχει άλλη στην κόσμο», είπε ο κ. Ζάεφ σε συνέντευξη που παραχώρησε στο κρατικό πρακτορείο MIA, λίγη ώρα μετά την συνάντησή του με τον αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Μάικ Πενς στην Ουάσιγκτον.
Τόνισε πως με την κύρωση της συμφωνίας ο «μακεδονικός λαός» θα διαθέτει μια διεθνώς αναγνωρισμένη πατρίδα με «επιβεβαιωμένη και αναγνωρισμένη μακεδονική γλώσσα». «Κανείς δεν θα μπορεί να αρνηθεί την μακεδονική μας ταυτότητα πλέον».
Ο κ. Ζάεφ παραδέχτηκε ότι η προσθήκη του προσδιορισμού «Βόρεια» στο όνομα της χώρας δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή, ειδικά στην διασπορά της ΠΓΔΜ στη Βόρεια Αμερική, όμως επισημαίνει πως τα οφέλη της συμφωνίας είναι περισσότερα.
Έντονη ήταν η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία ανακοίνωσε πως η τοποθέτηση του σκοπιανού πρωθυπουργού «δείχνουν ποιες είναι οι πραγματικές επιπτώσεις της συμφωνίας των Πρεσπών, αυτές που η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί, από την πρώτη στιγμή, να αποτρέψει με κάθε τρόπο».
«Τι έχουν άραγε να πουν σήμερα οι κ. Τσίπρας και Καμμένος εκτός του να ανανεώνουν τους όρκους πίστης τους για να μην χάσουν τις καρέκλες τους;» διερωτάται η αξιωματική αντιπολίτευση.
H δήλωσή Ζάεφ φαίνεται να παραπέμπει στην Συνθήκη του Βουκουρεστίου, το 1913, με την οποία η Μακεδονία διαιρέθηκε γεωγραφικά σε εδάφη που σήμερα ανήκουν στην Ελλάδα, την ΠΓΔΜ, την Βουλγαρία και την Αλβανία.
Εν τω μεταξύ, σε προσεκτική τροποποίηση της στάσης της έχει προχωρήσει η εθνικιστική αντιπολίτευση VMRO όσον αφορά τη συμφωνία των Πρεσπών.
Ο επικεφαλής της παράταξης Χρίστιαν Μίτσκοσκι δήλωσε πως δεν καλεί τους πολίτες να ψηφίσουν εναντίον, αλλά κατά συνείδηση στο δημοψήφισμα της 30ης Σεπτεμβρίου.
Το «κλειδί» πάντως ενδέχεται να είναι η συμμετοχή, η οποία θα πρέπει να ανέλθει σε 50% ώστε το δημοψήφισμα να είναι έγκυρο.