» Don DeLillo (μτφρ. Λαμπρινή Κουζέλη, εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας)
Όλοι θέλουν δικό τους το τέλος του κόσμου.
Αυτό είπε ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στην τζαμαρία του γραφείου του στη Νέα Υόρκη -διαχείριση ιδιωτικού πλούτου, οικογενειακά καταπιστεύματα, αναδυόμενες αγορές. Μοιραζόμασταν μια σπάνια στιγμή στον χρόνο, περισυλλογής, και τη στιγμή συμπλήρωναν τα επώνυμα γυαλιά ηλίου του, που έφερναν τη νύχτα απ’ έξω μέσα. Περιεργάστηκα τα έργα τέχνης στο δωμάτιο, ποικιλοτρόπως αφηρημένα, και άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η παρατεταμένη σιωπή που ακολούθησε τα λόγια του δεν οφειλόταν σε κανέναν απ’ τους δυο μας. Ο νους μου πήγε στη γυναίκα του, τη δεύτερη, την αρχαιολόγο, που το μυαλό και το ασθενικό κορμί της θα άρχιζαν σύντομα, την προγραμματισμένη ώρα, να γλιστρούν στο κενό.
Και κυρίως, αυτό που όλοι θέλουν είναι να ορίσουν εκείνοι το δικό τους τέλος, να αντισταθούν στις επιταγές της μοίρας και της συγκυρίας. Είναι ο τρόπος του Ρος Λόκχαρτ, πατέρα του αφηγητή, να δείξει στην άρρωστη σύντροφό του, διαπρεπή αρχαιολόγο, την αγάπη και την αφοσίωσή του. Χρηματοδοτεί ένα κέντρο έρευνας για το πάγωμα του θανάτου, μέχρι να είναι κατάλληλες οι συνθήκες για την επαναφορά στη ζωή, μακριά από τη φθορά της ασθένειας και τη διαφέντευση του κορμιού από τον πόνο. Ο αφηγητής θα ταξιδέψει, για να συναντήσει τον πατέρα του και τη σύντροφό του στις μυστικές εγκαταστάσεις του κέντρου έρευνας στα βάθη της Ασίας, λίγο πριν εκείνη βρεθεί στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, πριν περάσει σε λειτουργία αναμονής.
Παρότι η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος σε γενικές γραμμές δεν είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπη, ο τρόπος με τον οποίο ο ΝτεΛίλλο διαχειρίζεται το αρχικό υλικό της ιδέας του είναι, για ακόμα μια φορά, τουλάχιστον εντυπωσιακός. Και αυτό το κάνει όχι με έναν τρόπο αναμενόμενο, σκαρφιζόμενος διαρκείς ανατροπές και ευφάνταστα ευρήματα δηλαδή, αλλά μέσω της αφήγησης, μέσω της γλώσσας. Γιατί θα πρέπει να επαναληφθεί εδώ πως ο ΝτεΛίλλο είναι ποιητής. Και είναι ποιητής επειδή γνωρίζει ακριβώς τα όρια της γλώσσας. Δεν αρκείται όμως σε αυτά, επιχειρεί να τα διευρύνει, όχι κάνοντας επίδειξη λεξιπλασίας και εξεζητημένου λόγου, αλλά ευρισκόμενος ακριβώς στον αντίποδα αυτών, χρησιμοποιώντας με ακρίβεια τις λέξεις, τοποθετώντας τες αβίαστα σε τάξη, κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν απλά και φυσικά, την ώρα που οι εγκεφαλικοί νευρώνες του αναγνώστη διευρύνονται και επανασυντάσσονται. Ο ΝτεΛίλλο κάνει κάτι φοβερό: δεν θέτει ερωτήματα που μας αφορούν, θέτει ερωτήματα που ξεπερνούν τα όρια της αντίληψής μας για τα πράγματα. Με τον τρόπο αυτό, η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος δεν αναλώνεται σε απλοϊκά ερωτήματα ηθικής, δεν φθείρεται κατά την εξέλιξη της πλοκής, αντιθέτως, εξαπλώνεται, καλύπτοντας κάθε σημείο του μυθιστορήματος.
Σε έναν κόσμο που διαρκώς επιταχύνει, ο ΝτεΛίλλο, σαν από πείσμα, επιδιώκει την επιβράδυνση του χρόνου, τον συμπυκνώνει και τον αραιώνει κατά βούληση, τον καθιστά κυρίαρχο των πάντων, πανταχού παρόντα, τον αποπροσωποποιεί, ακόμα και όταν τον ονομάζει πρωί ή βράδυ, δημιουργεί αυτό το αίσθημα χρονικού κενού, τη συνεχή στιγμή, οδηγεί τον αναγνώστη να βιώσει πώς θα ‘ναι ο χρόνος κατά την αναμονή της επαναφοράς στη ζωή, στο διαρκές τώρα, πώς είναι το πάντα. Το δίπολο θρησκεία-τεχνολογία είναι και σε αυτό το βιβλίο παρόν. Η επιστράτευση της τεχνολογίας για την εκπλήρωση μιας θρησκευτικής υπόσχεσης, όχι όμως μετά τον θάνατο αλλά πριν, η ορθολογική προσέγγιση του θανάτου, η αναβολή μέχρι την οριστική του ματαίωση, ο ολοκληρωτικός θρίαμβος της ελεύθερης βούλησης.
Εδώ η επιστημονική φαντασία αποτελεί απλώς την αφορμή για ένα σχόλιο κοινωνικοπολιτικό. Ο ΝτεΛίλλο, άλλωστε, είναι ένας κατ’ εξοχήν πολιτικός συγγραφέας και δεν θα του αρκούσε απλώς ο σχολιασμός της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Ο έλεγχος του τέλους μοιάζει να είναι το τελευταίο οχυρό ταξικής ισότητας, όσο και αν τα χρήματα για τις θεραπείες και την ποιότητα διαβίωσης καθυστερούν το μοιραίο, πρόκειται για μια αναβολή πριν από την τελική και αναπόφευκτη ήττα. Ο Ρος λέει: όλοι θέλουν δικό τους το τέλος του κόσμου. Εννοείται η συνέχεια: μόνο λίγοι, πραγματικά πλούσιοι, θα μπορούσαν να το έχουν. Και ο Ρος το θέλει δικό του, θέλει τον ίδιο να ορίζει. Το ένστικτο της επιβίωσης ατροφεί για κάποιους λίγους, υπόκειται σε γενετική μετάλλαξη από γενιά σε γενιά, η επιβίωση θεωρείται δεδομένη και από μόνη της δεν προσφέρει κάποια ικανοποίηση. Το ένστικτο δίνει τη θέση του στη λαχτάρα για αιωνιότητα, εκεί παίζεται πια το παιχνίδι.
Ο ΝτεΛίλλο δεν παρουσιάζει τον Ρος ως έναν πάμπλουτο διψασμένο απλώς για περισσότερο χρήμα, αλλά ως έναν καλλιεργημένο και συναισθηματικά ζωντανό άνθρωπο, ο οποίος δεν θέλει να χάσει τη σύντροφό του. Είναι και ένα μυθιστόρημα αγάπης αυτό, αγάπης βαθιάς, που οι εραστές αρνούνται στον θάνατο να τους χωρίσει. Είναι και ένα μυθιστόρημα για τη σχέση πατέρα γιου, για την περίπλοκη αυτή σχέση, ιδιαίτερα όταν ο πατέρας έχει εγκαταλείψει κατά το παρελθόν τη μητέρα του γιου του, είναι η στιγμή που ο πατέρας θα εξηγήσει στον γιο του τις αποφάσεις του, σε μια αντιστροφή των ρόλων, σε μια τελική πράξη ενηλικίωσης. Το Zero K είναι πολλά μυθιστορήματα, δεν είναι μόνο ένα, παρότι τριακόσιες σελίδες μόνο, άλλωστε ο ΝτεΛίλλο το έχει ήδη καταφέρει αυτό και σε λιγότερες σελίδες. Καθένας βρίσκει σε αυτό εκείνο που γυρεύει, εκείνο που πραγματικά είναι κατά βάθος. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα απουσίας και της πλέον ελάχιστης συναισθηματικής καθοδήγησης και εκβιασμού, κάτι που επιτείνει την αίσθηση στεγνότητας που αποπνέουν τα μυθιστορήματα του σπουδαίου αυτού Αμερικάνου συγγραφέα, θυμίζοντας πως ο πάγος προκαλεί εγκαύματα.