«Τα χρόνια που έρχονται, ο αριθμός των ατόμων που θα ζουν μόνοι τους (singles) θα μετρά πολλά εκατομμύρια. Η αύξησή τους θα οφείλεται είτε στην ελεύθερη επιλογή αυτού του τρόπου ζωής, είτε επειδή οι άνθρωποι θα οδηγηθούν εκεί, για πολλούς και ποικίλους λόγους».
ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, με το πλήθος των εργένηδων στην Ελλάδα θυμίζει τη μεταπολεμική περίοδο: με 7 – 8 χρόνια “επιστρατευμένους” τους τότε νέους, να πολεμούν πρώτα στα βουνά της Αλβανίας, έπειτα στην Πίνδο (ανταρτοπόλεμος), ποιος να σκεφτεί τον γάμο;
ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ έχουμε παρατεταμένο “πόλεμο”, με μία ανεπανάληπτη οικονομική κρίση: με πολιτική αστάθεια και πλήρη υποταγή στις επιταγές της τρόικας, με υψηλή ανεργία και επιπόλαιες σχέσεις, με καχυποψίες και συχνότερες προδοσίες φίλων, με πληθώρα νεανικών διαζυγίων… Αυτά δεν αποτελούν, άραγε, ένα κακό αμάλγαμα που απομακρύνει τους σημερινούς τριαντάρηδες-σαραντάρηδες από το γάμο και τις ευθύνες του; ΟΙ ΝΕΟΙ μας, αγόρια και κορίτσια μιας “χαμένης γενιάς”, συνιστούν την πιο αδικημένη κοινωνική ομάδα, ιδιαίτερα αφότου μπήκαμε στη μέγγενη της κρίσης. Η οικονομική δυσπραγία, πιο πολύ το αναποφάσιστο λόγω του απροσδιόριστου και ασταθούς μέλλοντος, περισσότερο η απώλεια όρεξης και ενθουσιασμού για δημιουργικότητα και ζωή, απωθούν την πλειονότητα μίας ολόκληρης γενιάς από του να έρθει “εις γάμον κοινωνίαν”!
ΕΞΑΛΛΟΥ, η νέα τεχνολογία (διαδίκτυο, κινητό, λάπτοπ) και τα λεγόμενα social media, άλλαξαν τον τρόπο της ερωτικής προσέγγισης (flirt) των δυο φύλων καθώς και την εν γένει φιλοσοφία επικοινωνίας των ανθρώπων. Το Facebook επιβάλλει άλλους κανόνες συναντήσεων: αυτές γίνονται σχεδόν “στα τυφλά”, αφού η επικοινωνία αρχίζει “εικονικά” με φωτογραφίες και πληροφορίες ανεξέλεγκτες. Δημιουργείται, δηλαδή, ένας “τεχνητός” ψευδοσυναισθηματισμός, μια ωραιοποιημένη -με πολλές προσδοκίες- επαφή, ώσπου να αποκαλυφθεί η πραγματική εικόνα της “σχέσης”. Πρόκειται για επισφαλείς σχέσεις με προφανή την εσωστρέφεια, την ημερομηνία λήξης της και κατ΄επέκταση την απογοήτευση…
ΥΠΑΡΧΕΙ ΒΕΒΑΙΑ και η σκληρή πραγματικότητα της καθημερινότητας, όπως μας την εξομολογείται ένας 38χρονος: “Εμείς οι εργένηδες, οι σαραντάρηδες βγάλε, είμαστε επί ξύλου κρεμάμενοι. Από όποια πλευρά και να μας δεις, είμαστε τα θύματα της κατάστασης: στη δουλειά (όσοι έχουμε ακόμη) μάς συμπεριφέρονται σαν passe – partout για να μας φορτώνουν κι άλλες εργασίες. Στις προαγωγές ή μεταθέσεις δεν μας λογαριάζουν, γιατί δεν έχουμε “οικογένεια”, ενώ σε περίπτωση απολύσεων μας “προτιμούν”, γιατί πρέπει να υποστηριχθούν οι οικογενειάρχες! Άντε τώρα να΄χεις εσύ “προσωπική” ζωή…”
ΤΑ ΙΔΙΑ συμβαίνουν και με τις “σαραντάρες βγάλε”. Λέει η Μάρα Π.: “Κάποτε μας έλεγαν πως “οι σαραντάρες” -με το σφρίγος, την ωριμότητα, την εξωστρέφεια και την ομορφιά τους- ισοδυναμούσαν με δυο εικοσάρες (1). Σήμερα είμαστε (φυσικά όχι όλες) απομονωμένες στις “κοσμάρες” μας. Ομφαλοσκοπούμε, αναρωτιόμαστε πού σφάλαμε, πάψαμε να ονειρευόμαστε, περιοριστήκαμε σε δυο-τρεις φίλες…”
ΤΗΝ εικόνα μίας παλαιότερης “μεγαλοκοπέλας” μάς δίνει, με ρεαλισμό και γλαφυρότητα, η Ιωάννα Καρυστιάνη, στον “Αγιο της Μοναξιάς” (2): «… η Στέλλα αναστέναξε και βγήκε για ψώνια, θα αγόραζε κραγιόν κι ας μην κοκκίνιζε συχνά τα χείλη, θα αγόραζε σκιές κι ας μην πρασίνιζε ποτέ τα βλέφαρα, μανό κι ας μην έφτιαχνε τα νύχια, μέικ-απ κι ας μην κάλυπτε τις μουντζούρες των τριάντα εφτά χρόνων». Και προσθέτει η συγγραφέας τη στυφή γεύση μας που αφήνει ο χρόνος που φεύγει: «Οι γυναίκες συν πλην σαράντα σημειώνουν στο μυαλό τους μια τρομερή ημερομηνία, την πρώτη φορά που θα βγούν στο δρόμο για μια δυο ώρες και δε θα γυρίσει να τις κοιτάξει ούτε ένας άντρας (…)» συνεχίζει: «[Η Στέλλα] θα είχε συμπληρώσει το απαιτούμενο δίωρο (βόλτας), όταν συνειδητοποίησε πως για τους άντρες λες και ήταν αόρατη, τριαντάρηδες, σαραντάρηδες, πενηντάρηδες τη σκουντουφλούσαν και την προσπερνούσαν χωρίς να παίξει το μάτι τους, να γυρίσουν ελαφρά το κεφάλι, να σκάσουν έστω ένα χαμόγελο ευγένειας».
Η ΗΛΙΚΙΑ των σαράντα “βγάλε-βάλε”, αποτελεί κρίσιμο μεταίχμιο. Βρίσκεσαι κιόλας σε μια πρώτη καμπή της ζωής σου. Επαγγελματικά υποτίθεται πως πας καλά (αν βέβαια δεν είσαι άνεργος ή απολυμένος). Τα έντονα νεανικά πάθη αρχίζουν να καταλαγιάζουν, η ομορφιά του σώματος παρουσιάζει “ρωγμές”, το μυαλό δουλεύει με πολλά αναδρομικά “γιατί”, οι αναφορές σε πρόσωπα συχνότερες, οι προδοσίες στις σχέσεις και οι επικρίσεις αυξανόμενες… Αν είσαι παντρεμένος παίζεις διελκυστίνδα ανάμεσα στα θέλω των παιδιών σου και τις αρρώστιες των γονιών σου.
ΓΕΝΙΚΑ αυτή την περίοδο μετράς το πέρασμα του χρόνου εντονότερα. Ετσι, και η απογοήτευση για ό,τι δεν έπραξες είναι σχεδόν καθημερινή. Μελαγχολία και κατάθλιψη είναι ήδη στο κατώφλι σου, όταν δεν φρόντισες να έχεις εναλλακτικές λύσεις: [Η Στέλλα-η ηρωίδα της Καρυστιάνη στον “Αγιό” της- αναρωτήθηκε] «Να κυνηγάς τα μάτια των γύρω και να μη βγαίνει τίποτε, να παρακαλάς τα χείλη τους κι αυτά να χασμουριούνται, να ζητάς να σε ακουμπήσουν τα χέρια τους κι αυτά να κρέμονται, να φωνάζεις εδώ είμαι και να μην προκύπτει έστω ένα απλό καλώς τη, μόνο απανωτό αντίο, πλάτες που γυρίζουν και ξεμακραίνουν».
ΒΕΒΑΙΑ όλα τα παραπάνω δεν συμβαίνουν σε όλες τις εργένισσες και τους εργένηδες. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι “σόκαιροί” τους που ρουφούν τη ζωή ως το μεδούλι. Είναι αυτοί που απολαμβάνουν το παρόν, τα νιάτα τους, τα πάθη τους, όσο αντέχουν. Είναι αυτοί που δεν τους έχει αγγίξει η κρίση, ούτε κυρίως «το σύνδρομο του εργένη/εργένισσας», όπως χαρακτηρίζει το φαινόμενο η κα Λίζα Βάρβογλη, ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. …
ΟΜΩΣ αυτό το σύνδρομο αρχίζει δυστυχώς να πλήττει ολοένα και περισσότερα άτομα αυτής της ομάδας. Σαν μεταδοτική ασθένεια διαχέεται σε όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Ετσι που να “αυτοπεριθωριοποιούνται” άδικα οι νέοι μας και να χάνουν μέσα απ΄τα χέρια τους μια ολόκληρη ζωή. Ετσι, όπως με πολύ καημό το τραγουδούσε πιο παλιά, ίσως για άλλους λόγους, κι ο Μουντοκωστής: «Αχι και σαραντάρισα, δεν είμαι μπλιο γι αγάπες και μου ’ρχεται να τροζαθώ και να γλακώ στις στράτες».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) “Οι σαραντάρες, ίσον για δύο εικοσάρες!” (παλαιό λαϊκό ασμάτιο, αλλά και slogan εξυμνητικό των γυναικών αυτής της ηλικίας) -(2) Ιωάννα Καρυστιάνη, “Ο Άγιος της Μοναξιάς”, σ.σ. 64 – 65, έκδ. Το Βήμα, 2014 (5-12-14)