«Οποιος μεγάλωσε στα ξένα χέρια
κι ήπιε το δάκρυ της ορφάνιας το πικρό,
αυτός γνωρίζει τι θα πει
να τρως με πόνο το ψωμί
σαν θα βρεθείς χωρίς προστάτη στη ζωή!
Είναι σκληρά, είναι βαρειά τα ξένα χέρια,
τα ξένα χέρια, είναι μαχαίρια..”
Β. Τσιτσάνης “Τα ξένα χέρια”
Mια εξαίρετη θεατρική παράσταση δίδεται αυτές τις μέρες στο Βενιζέλειο Ωδείο, από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης. Πρόκειται κυριολεκτικά κατά τη γνώμη μου για “σχολείο” υποκριτικής τέχνης, δραματουργίας και ιστορίας. “Διδασκαλία” ονόμαζαν τη θεατρική πράξη οι αρχαίοι Αθηναίοι. Ευτυχώς που και στις μέρες μας δικαιώνεται συχνά αυτός ο όρος.
Το κείμενο, τη σκηνοθεσία και την μουσική επιμέλεια καθώς και το σχέδιο του σκηνικού υπογράφει ο πολύς Κώστας Τσιάνος. Ενώ τη χειμαρώδη και συγκλονιστική ερμηνεία παίρνει εξ ολοκλήρου στην πλάτη της η Αγγελική Λεμονή, που τιμήθηκε άλλωστε και με το Α’ βραβείο ερμηνείας 2017 για το έργο αυτό.
Η παράσταση ξεκινά με το τραγούδι “Τα ξένα χέρια” του Β. Τσιτσάνη με την αιχμηρή φωνή της Καίτης Γκρέυ και με την υποβλητική μουσική του εισαγωγή, που αγγίζει τα όρια του κλασικού.
Πάντοτε έμπαινε το ερώτημα, αν η Τέχνη μιμείται τη ζωή ή το αντίστροφο. Ή, αν η Τέχνη είναι καθρέφτης της ζωής ή αν οφείλει να είναι. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Εδώ ισχύει η πρόταση του Μπέρτολντ Μπρεχτ, πως η Τέχνη δεν οφείλει να είναι καθρέφτης της ζωής, αλλά μεγεθυντικός φακός που να εστιάζει εκεί ακριβώς που θέλει να δείξει ο καλλιτέχνης. Και το κατορθώνει περίφημα καθώς μέσα σε μιάμιση μόνο ώρα, περνά μέσα από το προσωπικό δράμα της ηρωίδας όλη η πρόσφατη τραγωδία του τόπου μας, από τη δικτατορία του Μεταξά μέχρι τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Και είναι τόσο αληθινός και πειστικός ο καταγγελτικός της λόγος, με όλες τις μεταπτώσεις από το τραγικό σε κωμικό στοιχείο. Κάτι που εξυπηρετείται κι από το γεγονός ότι η Ζωή, η ηρωίδα του Κ. Τσιάνου είναι εντελώς αναλφάβητη αλλά και εντελώς πηγαία, χειμαρώδης, εκφραστική και αυθόρμητη. Δεν έχει άλλωστε τίποτα να κρύψει, άσε που έχει ζήσει μια ζωή «διά… Πειραιώς και σιδήρου».
Εξοχη σκηνοθετική έμπνευση η στιγμή που η Ζωή «πηγαίνει το νυφικό πέπλο αγκαλιά στο κρεβάτι» (Β. Μπουζιώτης). Αλλά και η σκηνή κατά την οποία η Ζωή αναλογίζεται μήπως, ο νέος που του σώσανε τη ζωή ονόματι Μανώλης, δηλαδή Εμμανουήλ, δηλ. “γιος του Θεού”, μήπως ήτανε πράγματι «ο γιος του Θεού που μας τον έστειλε για να μας δοκιμάσει»! Εκεί πραγματικά βλέπεις στο πρόσωπό της να πλημμυρίζει την ένθεη λάμψη!
Πρόκειται για την ανάμνηση ενός νεαρού επονίτη που οι ταγματασφαλίτες του Σούρλα, την εποχή της μεταδεκεμβριανής τρομοκρατίας (1945-46) είχαν αφήσει μισοπεθαμένο σ’ ένα χαντάκα και που η Ζωή με μια φίλη της κυριολεκτικά τον εγλύτωσαν από το χάρο.
– Ξέρετε, τους είπε όταν συνήλθε μετά από μέρες, με μένα που μπλέξατε, κινδυνεύετε, είστε αγίες, είστε αγίες.
– Δεν είμαστε αγίες, πουτάνες είμαστε! απαντά η Ζωή.
– Οχι, όχι, αγίες είστε…
Αφήνεται εδώ να ενοηθεί, πως ο νέος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Μάνο Χατζηδάκι, ο οποίος πράγματι είχε χτυπηθεί άγρια από τους Σουρλαίους στον Βόλο. Είναι γνωστό ότι για αυτό, για να θυμάται, δεν έφτιαξε ποτέ τα σπασμένα μπροστινά του δόντια. Εχουν άραγε αναρωτηθεί πολλοί, πώς ένας καλλιτέχνης και μάλιστα με οικονομική ευχέρεια και ναρκισσισμό, τελεύτησε τον βίο του ψευδίζοντας και με σπασμένα δόντια;
Αν εσύ που με διαβάζεις είσαι σεμνότυφος, καλό θα είναι να παρακολουθήσεις αυτήν την παράσταση ίσως να κάμεις κάποιες αναθεωρήσεις.
Αν πάλι όχι, πάλι σε συμβουλεύω μην τη χάσεις: δεν είναι μια δουλειά που δίνει προφανώς απαντήσεις στα σημερινά πολιτικοκοινωνικά οικονομικά και εθνικά μας αδιέξοδα, φωτίζει όμως κάποιες από τις βασικές αιτίες, και βάζει το νωθροποιημένο μας μυαλό σε λειτουργία.
Δείτε αυτήν την «αγνώστου πατρός τε και μητρός» μικρή παραδουλεύτρα, ανύπαντρη μητέρα, ερωμένη, περιστασιακή εταίρα, σ’ αυτό το μακρύ ζεϊμπέκικο που όλο κάνει να σηκωθεί κι όλο πέφτει ώσπου να σηκωθεί διαπαντός αντικρύζοντας κατάματα τους εφιάλτες της, νικήτρια, παλεύοντας εις το εξής επί ίσοις όροις μαζί με τους χιλιάδες βιοπαλαιστές εκείνης της περιόδου. Δείτε αυτό το λουλούδι που ξεφυτρώνει απροσδόκητα μέσα απ’ το βούρκο.
Τελειώνω, αντιγράφοντας δύο λόγια του Κώστα Γεωργουσόπουλου: «…Ο Τσιάνος βρίσκει με τρόπο πράγματι θαυμαστό τη γλώσσα, το ιδιόλεκτο της “ηρωίδας” του… Κατόρθωμα γραφής, όχι λογοτεχνικού κειμένου, αλλά θεατρικού δραστικού λόγου… Η Αγγελική Λεμονή είναι μοναδικό φαινόμενο εκφραστικής υποκριτικής, εσωτερικού πλούσιου μεγαλείου συναισθημάτων και ενός ακριβούς ρυθμολογικού εργαλείου που κάθε φράση, παύση, σιωπή, χειρονομία, υπαινιγμός είναι υποκριτική ανθολογία.
Η πρωτεύουσα τέτοια σήμερα άλλη ηθοποιό, καρατερίστα, δεν έχει…»
«Γεννήθηκα για να πονώ
και για να τυραννιέμαι…».
ΑΥΛΑΙΑ