Το ξανασκέφτηκε ο παλιός πολεμιστής, τώρα στη δύση της ζωής του πλέον, το μόνο που ανέμενε ήταν να δώσει την ύστατη μάχη, που ήξερε όμως ότι θα είναι άνιση. Γι’ αυτό, μόλις εύρισκε τις χαρές έτρεχε να προκάμει, άλλωστε τα γλέντια και τα πανηγύρια τόσα χρόνια μακριά από τη Κρήτη, του είχαν λείψει. Είχε ένα κενό μέσα του, πού προσπαθούσε ετεροχρονισμένα να το αναπληρώσει. Κενό επίσης δυσαναπλήρωτο, ένιωθε με την, για χρόνια απομάκρυνση του από τον Θεό. Μπολιασμένος από τις Μαρξιστικές θεωρίες ότι: Η «κοινωνία είναι ‘η κοιλάδα των δακρύων. Όπου, φωτοστέφανο της είναι η θρησκεία και εκεί βρίσκουν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι και αδικημένοι που, στωικά υπομένουν με μοιρολατρία το ριζικό τους.» «Η θρησκεία είναι το όπιο των λαών» που βασιζόταν, στην ακόμη πιο προχωρημένη θεωρία περί Αθεϊσμού και στο «Δεν υπάρχει θεός!»
Ένιωθε απέχθεια για τον Χριστό, διότι η διδασκαλία του εγκλωβίζει τα ‘ανθρωπάκια’ όπως έλεγε, στο να μυξόκλαινε και δεν επαναστατούν. Γιατί πίστευε ότι, μόνο με την πάλη των τάξεων και την επανάσταση, μπορεί να ανατραπεί το αστικό κράτος και να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου….
Αυτός ήθελε ένα Χριστό επαναστάτη, εκδικητή, τιμωρό και όχι «αγαπάτε αλλήλους».
-Αγάπη για τους εχθρούς μου; Φτού… Και ακόμα, του φαινόταν θεατρινίστηκες οι γιορτές Χριστουγέννων και Πάσχα!
Όταν όμως, είχε την ατυχία να βρεθεί στο διάβα του «πατερούλη» Στάλιν, όπου προληπτικά μαζί με άλλους «εχθρούς του λαού» τον εκτόπισαν στη Κολίμα και στα Γκουλάγκ (στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας, καταστολής και τιμωρίας). Ανιστορείται τη φορά εκείνη στην εξορία του, που τον είχε κυριέψει μαύρη απελπισία. Δίχως πίστη, δίχως ελπίδα, με βαρύ τον πόνο της καρδιάς, οι μέρες να έρχονται και να φεύγουν ανέλπιδα. Παγερή νύχτα Μεγάλου Σαββάτου, προς Κυριακή του Πάσχα ήταν, όταν, έπεσε στα χέρια του ένα τρανζιστοράκι. (στη δεκαετία του 50΄ήταν σπάνιο είδος και ειδικά στη Σοβιετική Ένωση) Έψαχνε στα μεσαία, στα βραχέα να βρει τι; Ούτε κι αυτός ήξερε. Άκουγε μουσικές, αμανέδες, φωνές και ομιλίες από τις διάφορες διαλέκτους της Σοβιετίας, ώσπου ξαφνικά, ανάμεσα σε παράσιτα ακούστηκαν αχνά, ψαλμωδία και ύμνοι Χριστιανικοί, Ορθόδοξοι. Ρίγος τον διαπέρασε, ένιωσε την καρδιά του ν’ ανατρανίζει. (ανυψώνεται) Τι θεία μελωδία ήταν αυτή; Τι αγαλλίαση ψυχής και καρδιάς. Τι ανώτατη πανδαισία ήταν τούτη. Ποτέ οι ήχοι δεν είχαν δημιουργήσει τόσο αψεγάδιαστο άκουσμα. Ποτέ λόγος και μουσική δεν έσμιξαν με τέτοια αρμονία. Κι όταν σε λίγο, ακούει τον Ρώσο ιερωμένο ν’ αναγγέλλει:
-Κριστός Βοσκρές. (Χριστός Ανέστη) Καυτερά είναι τα δάκρυα που αυλακώνουν το αξύριστο και τραχύ πρόσωπο του. Γονατίζει στο χωμάτινο πάτωμα, τα μάτια του ‘καρφωμένα’ πάνω στο μια σταλιά ραδιοφωνάκι, το κοιτάζει με σεβασμό, σα να βλέπει τον Ιερέα στην ωραία πύλη και να κρατά την εικόνα της Ανάστασης. Κάνει με ευλάβεια το σημείο του Σταυρού, ενώ τα τρεμάμενα από συγκίνηση χείλη του, σιγοψιθυρίζουν:
-Βοΐστινο Βοσκρές, Παππά. (Αληθώς Ανέστη, παππά) Βοΐστινο Βοσκρές Γκοσποντίν.(Αληθώς Ανέστη ο Κύριος)
Ιδεολογίες και θεωρίες, που για χρόνια είχαν «αιχμαλωτίσει» το μυαλό του και τον είχαν δηλητηριάσει με φανατισμό, οργή και μίσος, δεν στάθηκαν τελικά ικανά να ξεριζώσουν από την καρδιά του την πίστη του στον Θεό.
-Ζωή χωρίς Θεό δεν αντέχεται, μονολόγησε απολογητικά, και τα δάκρυα που εξακολουθούσαν να τρέχουν, μα τώρα ήταν δάκρυα ευτυχίας, δάκρυα ανακούφισης και ελπίδας.…
Το κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Τζατζόκαρος» (2016).