ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
(ΣΚΙΤΣΑ: ΝΙΚΟΣ ΜΠΛΑΖΑΚΗΣ)
Ή μέρα αναμάζωνε τους ύστερους απλοκαμούς της απ’ τα ψηλώματα κι ο Θοδωρομανόλης, ορθός απ’ ώρα στην ξώπορτα του σπιτιού του, αφρουκαζότανε τη μαύρη αναπνιά της νύχτας γύρω του. Και πρώτη φορά στη ζωή του ένοιωθε μια παράξενη χαρά για τον ερχομό της.
Aλλες βραδιές, με το λιοβασίλεμα, κλειδωμαντάλωνε τα πορτοπαράθυρα κι έπεφτε σε συλλογή. Προπάντων απ’ τον καιρό που παντρεύτηκε, ένα χρόνο τώρα. Μ’ απόψε δεχόταν τη νύχτα σαν έναν παραξηγημένο φίλο, που έφτασε πια ο καιρός να μονιάσουν. Και στενοχωριόταν που ο φίλος αυτός αργούσε.
«Να βρωμέσει θέλει ο χορός του απόψε», μουρμούρισε γι’ άλλη μια φορά κι ο νους του δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ την απρόσμενη συνάντηση που ’χε τ’ απόγευμα, με τον Αγά του Πανωχωριού. Αυτός ο Εμίν – αγάς Βέργερης, που καταγόταν από Φραγκάρχοντες εξωμότες, ήταν ο φόβος κι ο τρόμος στη περιοχή των Πίσω Χωριών του Σελίνου. Είχε γλυτώσει ο σκύλος απ’ το μαχαίρι του Χατζή Ορμάν Πασά του Πνιγάρη και τώρα έκανε ό, τι μπορούσε για να δείξει την απανθρωπιά του. Οι Χριστιανοί δεν όριζαν ούτε περιουσία, ούτε τιμή, ούτε ζωή. Δεν το ’χε σε τίποτα να βάνει στο σημάδι τους Χριστιανούς που περνούσαν κοντά απ’ τον πύργο του. Μα η μεγάλη του αδυναμία ήταν να καλεί σε γλέντια τις γυναίκες και να τις βάνει να χορεύουν ολόγδυμνες.
Όταν άκουε κ’ έβλεπε αυτά κι άλλα χειρότερα καμώματα ο Θοδωρομανόλης, η καρδιά του μάτωνε. Κι όσο κι αν του ’χαν μάθει να φοβάται τους Τούρκους, αυτός δεν ένοιωθε φόβο. Μίσος μόνο για τη μισερή ζωή, που ’ταν αναγκασμένος να ζει, ένοιωθε. Πόσες φορές δεν σκέφτηκε πως απ’ τη μισερή ζωή, χίλιες φορές καλύτερος είναι ο θάνατος! Έτσι του ερχόταν κάθε φορά που τον έβλεπε, να χυθεί πάνω του και να τον πνίξει. Μα πάντα την τελευταία στιγμή δείλιαζε. Μια φωνή του ’λεγε μέσα του: «Σκότωσε τον τον κακούργο κι ό, τι γενεί». Μα μια άλλη φωνή τ’ απαντούσε: «Κι ύστερα;» Αυτό το ύστερα, που ’ξερε βέβαια ποιο θα ’ταν, φοβόταν. Κι έκανε υπομονή…
Όμως, μετά απ’ τη σημερνή τους συνάντηση, το πήρε απόφαση. Γύριζε στο σπίτι του απ’ τον Ομαλό, όταν τον απάντηξε.
– Έλα, Μανόλη, απόψε στο Ζουρίδω, βάστα και τη λύρα σου, πάρε και τσι ξαδέρφες σου, μαζί με τη χήρα.
Άναψε όταν άκουσε απ’ τον αγά αυτά τα λόγια. Μα τι να κάμει; Γλύκανε τη φωνή του. – Δεν έχω ’γώ ξαδέρφες παρά τη γυναίκα μου, και γυναίκες απαλλαγές δεν τσι θέλεις στο χορό.
– Ακούς είντα σου λέω; του φώναξε ο αγάς.
Έκανε πως δεν άκουσε, μα ο Έμίν του φώναξε πιο δυνατά.
– Άκουσες, είντα σου παράγγειλα;
Του ’ρθε το αίμα στη κεφαλή. Έκανε να χυμήξει πάνω του και να τον ξεσκίσει με τα νύχια του. Μα ’βαλε όλη του τη δύναμη, να μην αποφανεί.
– Ό, τι ορίζεις, αγά μου, είπε τάχα ταπεινωμένος.
Μα μόλις ο αγάς έφυγε, μουρμούρισε μέσα στα δόντια του με λύσσα: «Να βρωμέσει θέλει ο χορός σου, απόψε!»
Απ’ εκείνη την ώρα πήρε την απόφασή του. Είχε φτάσει πια ο κόμπος στο χτένι. «Αυτός ο χορός θα ’ναι κι ο τελευταίος του… Να κλάψουν θέλει οι Τουρκάλες απόψε!». Τα που σκέφτηκε. Έκανε ένα μεγάλο περίπατο για να το συλλογιστεί ξανά. Μπαίνοντας στα Μαραγκιανά, είδε ένα γέροντα γείτονα του να ξεπεζεύει απ’ το γαϊδουράκι του και να προσκυνά με σεβασμό ένα Τούρκο. Αναστέναξε. «Δε θα γυρίσει και σε μας σκύλοι; Ως πότε θα ορίζετε τον τόπο μας και την ψυχή μας, ως πότε θα ζούμε μια ζωή μισερή;» Συλλογίστηκε.
Όταν με το λιοβασίλεμα έφταξε στο σπίτι του, ήταν αμίλητος. Δεν έβγαλε άχνα στη γυναίκα του. Ούτε χάιδεψε το γιό του που ήταν τριάντα μερών, όπως συνήθιζε. Ξεκρέμασε το ντουφέκι απ’ τον τοίχο, το πέρασε στο ζερβί του ώμο, πήρε και τη λύρα με τ’ άλλο και πήγε και στάθηκε στην ξώπορτα και κοίταζε όξω. Η γυναίκα του δεν του μίλησε. Τον είχε μάθει δα καλά, ένα χρόνο τώρα, που ήταν παντρεμένοι. Γιατί συχνά την είχε συνηθισμένη σε τέτοια καμώματα. Κι αυτός όσο ’βλεπε τη μέρα να σώνεται, τόσο η καρδιά του πήγαινε να σπάσει απ’ την προσμονή. «Να βρωμέσει θέλει ο χορός σου απόψε…», μουρμούρισε.
Έκανε να δρασκελίσει το κατώφλι, μα κοντοστάθηκε. Δεν του ’κανε καρδιά να φύγει απ’ το σπίτι του σαν κλέφτης, που ένας Θεός μόνο ξέρει αν το ξανάβλεπε. Γύρισε τα μάτια κ’ είδε τη γυναίκα του γονατισμένη ν’ αλλάζει το παιδί στο σκαφίδι. Κι’ ένοιωσε μια παράξενη πεθύμια και για τους δυo τους. Μια αγάπη ίσαμε τον ουρανό! Μα μπόρεσε κι έκαμε καλά την καρδιά του.
– Πρέπει να φεύγω, γυναίκα, είπε όσο μπορούσε πιο ήρεμα.
– Που θα πάεις τέτοια ώρα, Μανόλη; ρώτησε αλαφιασμένη η γυναίκα και γύρεψε τα μάτια του.
Ο Μανόλης έκανε πως περιεργαζότανε τη λύρα.
– Σε γλέντι, μη ρωτάς περισσότερα, είπε κοφτά.
– Απ’ την ώρα που ’ρθες σε βλέπω σε μεγάλη ταραχή. Είντα ’χεις; ρώτησε η γυναίκα και πήρε το μωρό που ’κλαιγε στα χέρια της και του ’δωσε το βυζί της για να ησυχάσει.
Ο Μανόλης δεν αποκρίθηκε. Πήγε μόνο και στάθηκε από πάνω της.
– Να ’χεις το νου σου. Άκουσα πως αυτός ο σκύλος, ο Εμίν αγάς, γυρεύει να σε σκοτώσει, ξανάπε φοβισμένη η γυναίκα.
– Γι’ αυτό σκας του λόγου σου; Δεν τον έχω εγώ πειράξει. Άλλοι πρέπει να φοβούνται, είπε πικρογελώντας.
Χάιδεψε ύστερα με το ζερβί χέρι το παιδί στο κεφαλάκι κι απομακρύνθηκε με μικρά βήματα.
– Έχετε γεια, γυναίκα!
– Ο Θεός μαζί σου! αποκρίθηκε αυτή και τα ολόγρα μάτια της τον ακολούθησαν μέχρι που χάθηκε η φανιά του στο δρόμο.
Η νύχτα τύλιξε γκαρδιακά το στημονερό αψηλό κορμί του Θοδωρομανόλη στη δροσουλιασμένη της αγκαλιά. Πάνω του ο ουρανός, περβόλι φυτεμένο με τάξη και μαστοριά απ’ τα χέρια του Μεγάλου Ζευγά, συντρόφευε τα ζάλα του που τάχαιναν ολοένα κ’ έκαναν τα ογρά φύλλα του μονοπατιού να τριζοβολούν σαν πεθαμένα. Σαν έφταξε κοντά στη βρύση ο νους του πήγε στη συχωρεμένη τη λάλη του που του ’λεγε συχνά σαν ήταν μικρός το τραγούδι του Άη Γιώργη.
Μιλούσε το τραγούδι αυτό για ένα στοιχειό, που ’χε κάμει κατοχή μια νερομάνα και δεν άφηνε να ποτίζεται η πολιτεία. Για να μη ποθάνουν οι άνθρωποι απ’ τη δίψα, δέχτηκαν να στέλνουν ταχτικά στο θεριό ένα νέο ή μια νέα για πεσκέσι. Μόνο έτσι άφηνε το στοιχειό να κατεβαίνει το νερό στην πολιτεία. Κι ύστερα, λέει, ήρθε κ’ η σειρά της μοναχορηγοπούλας να τη φάει το θεριό. Μα δεν πρόλαβε. Ένας λεβεντονιός καβαλάρης, ο Άη Γιώργης, π’ άστραφτε σαν ήλιος, το σκότωσε, γλύτωσε την κοπελιά κι απάλλαξε την πολιτεία απ’ το κακό…
Έτσι που συλλογιζόταν το τραγούδι, ένοιωσε λιγάκι τον εαυτό του σαν Άη Γιώργη, που πάει να γλυτώσει τον τόπο απ’ το θεριό ο Θοδωρομανόλης. Γέλασε. Θυμήθηκε πως όταν του πρωτόπε η λάλη του το τραγούδι αυτό, ζήλεψε τον Άγιο. Πόσο το ’θελε να βρισκόταν αυτός στη θέση του Άη Γιώργη να σκοτώσει το θεριό! Κ’ ήξερε από τότες πως το θεριό δεν ήταν άλλος, απ’ τον Τούρκο αγά, που τυραννούσε τους Χριστιανούς. Κ’ η νερομάνα, δεν χωρούσε άλλη κουβέντα, ήταν η Λεφτεριά. Πέρασαν όμως τα χρόνια και δεν ξανασκέφτηκε σαν Άη – Γιώργης. Συνήθισε κι αυτός στη μισερή ζωή όπως κι οι άλλοι.
Μ’ απόψε, που πήγαινε να σκοτώσει τον αγά, ναι, ξανάνιωθε πως είναι ο Άγιος ο λεβεντονιός, όπως τότε που ήταν μικρός. Κι ας ήξερε ποιο θα ’ναι το δικό του τέλος. Ο θάνατος. Όχι, δε στενοχωριόταν για τον εαυτό του. Το ’χε πει τόσες φορές. «Απ’ τη μισερή ζωή, χίλιες φορές καλλιά ’ναι ο θάνατος.» Κι όμως, όπως σκεφτόταν τη γυναίκα του χήρα, το γιό του ορφανό, ένοιωθε ένοχος. Τι χρωστούσαν αυτοί, μα κι όλο του το σόι του, να κακοπάθουν απ’ τη δική του κουζουλάδα; Μα κι αυτός γιατί να πάει πάνω στον ανθό της νιότης του, σαν το σκύλο στ’ αμπέλι; Δεν έβλεπε τους άλλους που κατέβαζαν χαμηλά τη μούρη και δε μιλούσαν; Για ποιο λόγο να κάνει αυτός τον καπετάνιο; Δεν υπήρχαν τόσοι και τόσοι άντρες στο Σέλινο, που το ’λεγε η καρδιά τους, κι όμως έκαναν υπομονή; Ας έκανε κι αυτός… Ύστερα, έτσι θα μπορούσε να φανεί πιο χρήσιμος, όταν θα ’ρχόταν η ώρα… Που θα ’ρχόταν! Αυτό το ’ξερε. Κάτι ’χε παρμένο τ’ αυτί του. Κάτι ετοιμάζανε οι Ρωμιοί. Υπομονή λοιπόν. Γιατί να πήγαινε άδικα;
Πώς θα τα βόλευε, όμως, απόψε με τον Εμίν αγά; Τι θα του ’λεγε, που δεν πήγε στο γλέντι τις ξαδέρφες του και τη χήρα; Ε! ‘Όσο γι’ αυτό θα ’βρισκε ένα τρόπο να τα μπαλώσει. Κ’ ύστερα θα ’σφιγγε την καρδιά του, θα ’παιζε αυτός τη λύρα του κι ας έβλεπε ό, τι έβλεπε. Σάμπως η, δική του γυναίκα κι οι ξαδέρφες του θα ξεφτυλίζονταν;
Στο κάτω κάτω τι τον ένοιαζε αυτόν; Το μόνο που τον ενδιέφερε για την ώρα, ήταν να τα μπαλώσει με τον Εμίν αγά. Να ζήσει…
Ντράπηκε, που σκεφτόταν έτσι τώρα. Κι ο Άη – Γιώργης που σκότωσε το θεριό; Κι η μισερή ζωή που ’ταν αναγκασμένος να ζει; Κι οι ξεφτυλισμοί; Ε, καλά τώρα! Όσο μισερή κι αν είναι η ζωή, κακά τα ψώματα, καλλιά ‘ναι απ’ το θάνατο. Κι ύστερα αυτός θα νοιώθει πάντα το ίδιο μίσος, μπορεί και παραπάνω για τους Τούρκους. Δε θα τουρκέψει αυτός! Δε θα το κάμει σαν τους Χριστιανούς άλλων χωριών, που επειδή δεν άντεχαν τα βασανιστήρια των Τούρκων, αφού μαντάλωσαν τα πορτοπαράθυρα των εκκλησιών, αλλαξοπίστησαν κ’ έγιναν χειρότεροι απ’ τους Τούρκους. Όχι! Αυτός πάντα θα πιστεύει στο Χριστό. Κι αν δε σκοτώνει τον αγά, δεν το κάνει γιατί λυπάται τη ζωή του, όχι, μα γιατί περιμένει τη μεγάλη ώρα!
Θα ’χε φτάξει, ίσαμε διακόσιες δρασκελιές απ’ το σπίτι, που ’καναν το γλέντι τους οι Τούρκοι, όταν άκουσε τα χάχαρα και τις φωνές τους. Κι όσο κόντευε, τόσο τα γέλια και τα ξεφωνητά γίνονταν πιο τρανταχτά. Ξεκαθάριζαν κιόλας τα λόγια τους. «Αργεί ο σκύλος ο Θοδωρομανόλης και δεν κάνουμε δουλειά…» Σα να πήρε τ’ αυτί του τη φωνή του Εμίν αγά. «Κουράγιο Μανόλη!», συλλογίστηκε. « Ό, τι και να δεις απόψε, ό, τι και ν’ ακούσεις, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις. Είπαμε. Απ’ το θάνατο καλλιά ’ναι η ζωή, κι ας είναι μισερή. Η λύρα αυτή θα ’ναι που θα στραβώσει τους ζορμπάδες», σκέφτηκε και γύρισε να τη δει. Μα τα μάτια του καρφώθηκαν στο ντουφέκι. Τι να ’κανε τώρα μ’ αυτό; Αν τον έβλεπε Τούρκου μάτι, ούτε λόγος. Θα τον σκότωνε αμέσως.
Ξαφνικά μια ιδέα άστραψε μέσα του. Δίπλα στην πόρτα είδε μια συκιά. Σκαρφάλωσε με προφύλαξη πάνω και άφησε το ντουφέκι όμορφα όμορφα ανάμεσα στα κλαδιά. Κατέβηκε με προσοχή, πήρε τη λύρα, που την είχε παρατήσει κατάχαμα, και μπήκε κάνοντας όσο μπορούσε τον αδιάφορο στο σπίτι.
Μα, Θε μου! Τι ’ταν αυτό π’ αντίκρισαν τα μάτια του! Ακουστά ’χε μα δεν το πίστευε. Καμιά δεκαριά γυναίκες τρομαριασμένες, ολόγδυμνες, χόρευαν πάνω στο ρόβι, που ’ταν σκορπισμένο στο σανιδένιο πάτωμα. Κι ήταν σα ν’ ακλουθούσαν σε κηδεία. Στην άκρη, καθισμένοι σε παχιά μαξελάρια, τρεις Τούρκοι, έχοντας στη μέση τον Εμίν αγά, βαρούσαν παλαμάκια και χαχάνιζαν τρανταχτά, κάθε φορά που μια γυναίκα γλιστρούσε κ’ έπεφτε. Ο Μανόλης δάγκασε τη γλώσσα του να μη ξεφωνίσει, γι’ αυτό το ξεφτύλισμα. Κι αμέσως ο νους του πήγε στον Άη Γιώργη που σκότωσε το θεριό…
– Καλώς σας βρήκα αγάδες, είπε όσο πιο ταπεινά μπορούσε κι έκαμε ένα τεμενά, π’ άγγιξε το χώμα.
– Να σταματήσει το ζεύκι, πρόσταξε ο Εμίν αγάς.
Οι γυναίκες τρομαριασμένες σταμάτησαν το χορό, στοιβάχτηκαν σε μια γωνιά και προσπαθούσαν να κρυφτεί η μια πίσω απ’ την άλλη. Ο Μανόλης ένοιωσε τα μάτια των γυναικών να ψάχνουν μ’ απελπισία τα δικά του.
– Μοναχό σε θωρώ να ’ρχεσαι και δεν μ’ αρέσει, άκουσε βαριά τη φωνή του αγά.
– Συμπάθα με αγά μου, τ’ απολογήθηκε μπρουμουτισμένος ακόμη. Κατέχεις την εκτίμηση που σου ’χω. Μα η γυναίκα μου είναι ασαράντιστη ακόμη και δε βγαίνει απ’ το σπίτι.
– Κι οι ξαδέρφες σου με τη χήρα, μωρέ; Ξέχασες την παραγγελιά μου;
Ο Μανόλης κατάλαβε πως ο αγάς ήταν στα κέφια του.
– Μακάρι να τσ’ όριζα, αγά μου, είπε με ταπείνωση. Μα ’χουνε αφεντάδες, αδέρφια…
– Σε ποιό μωρέ θαρρείς πως τα λέεις αυτά; Να συχωράς που δεν θέλω να χαλάσω το γλέντι. Την άλλη φορά όμως, βάλ’ το καλά στο νου σου, το γλέντι θα γενεί στο σπίτι σου!
Τρόμαξε ως να τ’ ακούσει ο Μανόλης. Μα δεν αποφάνηκε.
– Όπως ορίζεις, αγά μου…
– Πολύ αέρα έχετε πάρει τελευταία, μπρε ταβλόπιστοι! Μα θα σας βάλω ’γώ στο δρόμο σας. Άντε! Πιάσε τη λύρα. Ομπρός, να ξαναρχίξει το ζεύκι.
Έπιασε ο Μανόλης με βαριά καρδιά να παίζει τη λύρα. Κ’ οι γυναίκες κίνησαν πάλι το χορό σαν αλλοπαρμένες.
– Άναντρανιστά, μπρε! ούρλιαζε ο Εμίν αγάς.
Οι γυναίκες έπεφταν, σηκώνονταν, ξανάπεφταν, ξανασηκώνονταν και το σπίτι τρανταζόταν απ’ τα χάχαρα και τα ξεφωνητά των Τούρκων. Συχνά πυκνά, άπλωναν τις τριχωτές χερούκλες τους και πασπάτευαν τα ξεπνοϊσμένα κορμιά των γυναικών. Κι όσο απόφευγε ο Μανόλης να βλέπει αυτά τα καμώματα, τόσο ένοιωθε το κορμί του τρυπημένο, απ’ τις φοβισμένες ματιές των γυναικών.
– Έγώ διαλέγω την ξαθιά γι’ απόψε… Πάρτε και σεις, μπρε, όποια θέλετε, είπε νυσταγμένα ο Εμίν αγάς.
– Άστες να χορέψουνε ακόμη λιγάκι Εμίν αγά, τον παρακάλεσε ο ξεδοντιασμένος γέρος, που καθόταν στ’ αριστερό του πλάϊ.
Έβαλαν τα γέλια οι άλλοι δυο κι άρχισαν να πειράζουν τον αγά που μίλησε.
– Παραγέρασες μπρε Χουσεΐν! Μόνο να ξανοίγεις μπορείς μπλιο… Μα ας σου κάνουμε το κέφι.
Ο Μανόλης έπαιζε τη λύρα και δε μιλούσε. Μα ’νοιωθε τόση σιχασιά γι’ αυτά που ’βλεπε απόψε! Ναι, δεν ήταν καμμιά συγγενοπούλα του σ’ αυτό το χορό. Είχε καταφέρει να μη φέρει τσι ξαδέρφες του και τη χήρα. Μα ως πότε; Ο αγάς του ’πε πως την άλλη φορά ο χορός θα γινόταν στο σπίτι του.
Όσο περνούσε η ώρα, ωστόσο, τόσο ένοιωθε τα μάτια των γυναικών καρφωμένα απάνω του. Κι ας απόφευγε να τις βλέπει. Όχι! Δεν έκρυβαν φόβο κι απελπισία, πια, αυτά τα μάτια. Μόνο ελπίδα. Κι ο Μανόλης τα γνώριζε τώρα αυτά τα μεγάλα γουρλωμένα μάτια. Ήταν της γυναίκας του. Αυτά τα γδυμνά δρωμένα γυναικεία κορμιά, που χάϊδευαν αναίσχυντα οι αγάδες, ήταν των ξαδερφάδων του. Πόσο στ’ αλήθεια, ήταν μισερή η ζωή του! Αξίζει, λοιπόν ,να ζει μια τέτοια ζωή αυτός; Πως μπορούσε να ξαναδεί τους γονιούς, τ’ αδέρφια και τους συγγενείς αυτών των γυναικών;
Σιγά σιγά τα πειράγματα και τα χάχαρα των Τούρκων λιγόστευαν, μέχρι που ’σβησαν, ολότελα. Ο Μανόλης γύρισε τα μάτια του κ’ είδε τους δυο φίλους του Εμίν αγά, να ροχαλίζουν του καλού καιρού και τον Εμίν αποκαμωμένο απ’ τη νύστα και τα όργια. Και για πρώτη φορά τα μάτια του ανταμώθηκαν με τα μάτια των γυναικών. Κάτι άστραψε μέσα του. Το θεριό! Ο Άη Γιώργης! Δίχως να το καλοσκεφτεί, άφησε χάμω τη λύρα κι ώσπου να 5 καταλάβουν οι γυναίκες τι έγινε, βγήκε απ’ την πόρτα, σκαρφάλωσε στη συκιά και πήρε το ντουφέκι. Από πίσω ακολουθούσε τρικλίζοντας ο Εμίν αγάς, τραγουδώντας βαριεστημένα…
Έφάγαμε και ήπιαμε κ’ έκάμαμε και ζεύκι,
ως τοσονά ‘τανε γραφτό, ήταν και κισιμέτι.
Δεν είχε καλά καλά τελειώσει και μια ξερή ντουφεκιά ακούστηκε. Μπροστά στην πόρτα σωριάστηκε νεκρός ο αγάς. Μ’ ένα πήδημα ο Μανόλης βρέθηκε κάτω απ’ τη συκιά.
-Φύγετε! Φύγετε! φώναξε στις τρομαριασμένες γυναίκες και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Κι’ αυτές τον ακολούθησαν τρέχοντας σαν παλαβές, τσίτσιδες, ξεπνοϊσμένες.
Ο ουρανός πάνω τους κρατούσε ορθάνοιχτα τα μάτια του. Οι σκύλοι π’ άκουσαν πρώτοι την ντουφεκιά πήρανε να γαβγίζουν, για να τους ακολουθήσουν όλα τα ζωντανά. Τ’ ανθρωπομάνι, Τούρκοι και Ρωμιοί, ξύπνησε και ρωτούσε ο ένας τον άλλο, τι γίνηκε.
Την ίδια κιόλας νύχτα το φοβερό μαντάτο έφερε γυροβολιά το Σέλινο. Οι Χριστιανοί, αφού ’καμαν γκαρδιακά το σταυρό τους, κλειδαμπαρώθηκαν, και πρόσμεναν τι θ’ απογενεί… Απ’ τα κάστρα και τους πύργους, ξεχύθηκαν σαν τα όρνια τ’ αρπακτικά οι Γενίτσαροι, Γιουνούσηδες, Τζιναλίδες, Μεμένηδες, Καούρηδες. Κοντά σ’ αυτούς οι τελευταίοι αλλαξοπιστημένοι…
**********
Με το δέσιμο της μέρας το μαντάτο πήρε τις στράτες και ξεπόρτισε απ’ το Σέλινο. Τ’ άκουσε η Κίσαμος και βρυχήθηκε. Και στα Χανιά ήρθαν τα πάνω κάτω.
Ο πασάς έφταξε στο Σέλινο, έπιασε τους συγγενείς του Θοδωρομανόλη και τους έκλεισε σιδεροδεμένους στα μπουντρούμια. Ο Μανόλης που κρυβόταν από σπήλιο σε σπήλιο, έμαθε τα νέα και κίνησε να παραδοθεί. Ξέρει ποιο θα ’ναι το τίμημα της πράξης του. Μα δεν τον νοιάζει. Απ’ τη μισερή ζωή, χίλιες φορές καλλιά ’ναι ο θάνατος…
Κανιτσακη διαβαζω πολλά χρονια παντα ωραίος