Σάββατο, 17 Αυγούστου, 2024

Ζωή πιο δραματική από τους σύγχρονους

Κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής της Κρήτης πολλές φορές εξουθενωμένοι Κρητικοί από τα μαρτύρια και την πείνα που είχαν υποστεί όποτε εύρισκαν ευκαιρία δραπέτευαν με διάφορα πλοία παίρνοντας τον δρόμο της προσφυγιάς και καταφεύγοντας σε νησιά του Αιγαίου η άλλου οπού η κατάσταση ήταν καλύτερη. Αρκετοί ήταν εκείνοι που έφθαναν ως τη Σύρο.

O  θρυλικός Καπετάν Νικόλας Σουρμελής κυβερνήτης των πλοίων “ΕΝΩΣΗ”, Πανελλήνιον και “Κρήτη” αντιμετωπίζοντας με πρωτοφανές θάρρος μεγάλους κινδύνους από τον τούρκικο στόλο μα και τις καταιγίδες της θάλασσας, έφερνε στην Κρήτη εθελοντές, πολεμικό υλικό και τρόφιμα και διέσωζε γυναικόπαιδα.
Από το ημερολόγιο του όπου περιγράφει 25 πλόες στην Κρήτη αντιγραφώ δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα που φανερώνουν την μαρτυρική ζωή των Κρητών προσφύγων, ίσως χειρότερη από αυτήν των σημερινών από Συρία κ.λπ.
Την περίοδο των Χριστουγέννων του 1867, απέπλευσε από την Σύρο για να παραλάβει γυναικόπαιδα από Κρήτη με 2.400 σάκους άλευρου, 386 κιβώτια πολεμοφοδίων, 70 δέματα ιματισμού, δερμάτων κλπ. Προσέγγισε στον όρμο Φόδελε Ηράκλειου και αναφέρει :
«Προσθετέον ενταύθα και έτερον σπουδαίον κώλυμα επιβραδύνον έτι μάλλον την εκφόρτωσιν, τουτ’ έστιν οι εκ των κακουχιών και των τραυμάτων ηναγκασμένοι να μεταβώσιν εις Ελλάδα προσωρινώς εθελονταί και Κρήτες, και των Κρητών γυναικόπαιδα. Ούτοι πάντες έπιπτον εις την θάλασσαν και ανέβαινον διά της βίας εις τας λέμβους, φορτωμένος ακόμη, προτιμώντες να πνιγώσι, παρά να μη εισέλθωσιν εις τας λέμβους. Μάτην οι ναύτες εφώναζον, ότι, όταν τελειώση η εκφόρτωσις, θέλουσι παραλάβει όλους, ουδείς ήκουε και ενόμιζον ότι εισερχόμενοι εις το ατμόπλοιον εσώζοντο και είχον δίκαιον. Η πείνα, η γυμνότης, αι ταλαιπωρίαι, τοσούτον είχον καταβάλει τα δυστυχή εκείνα γυναικόπαιδα, ώστε, ότε επέβαινον εις το ατμόπλοιον, ηδυνάτουν να βαδίσωσιν, η όψις όλων ανεξαιρέτως ήτο πελιδνή, τα σώματα σκελετοί, ημίγυμνοι ή ρακένδυτοι. Ευθύς τότε εισήρχοντο εις το πλοίον, ουδέν άλλο ή «ολίγον ψωμί, διά τον Θεόν» εζήτουν, ημείς δε προγνωρίζοντες πλέον τούτο, είχομεν έτοιμον, και εδίδομεν εις αυτούς άφθονον. Ούτοι δέ, βλέποντες αυτό, ευθύς εις πρώτον έμβρωμα (δαγκαματιάν) ήρχιζαν να υγραίνωνται τους οφθαλμούς και να χύνωσιν άφθονα δάκρυα. Αλλά και η σύγχυσις ην επροξένουν εις ημάς κατ’ εκείνην της επιβιβάσεως αυτών την ώραν της επιβιβάσεως αυτών την ώραν ήτο δεινή, διότι ενώ ημείς εσπενδομεν εις την εκφόρτωσιν, οι επιβιβαζόμενοι εθελονταί και Κρήτες γέροντες και γραιαί μετά γυναικών και παιδιών, ο μεν έχανεν εν παιδίον, όπερ δεν ηδυνήθη ν’ αρπάση εκ της ξηράς και ν’ απόθεση αυτό εις τας αυτού, και εζήτει αυτήν, και άλλος άλλον. Ενθυμούμαι δυστυχή τινά ιερέα τρέχοντα δεξιά και αριστερά επί του καταστρώματος και κλαίοντα, τούτον ηρώτησα την στιγμήν εκείνην, υπολαμβάνων αυτόν ιερομόναχον. «Όλοι οι άλλοι ζητούντες τινα των συγγενών, έχουσι δίκαιον σύ δε τι ζητείς περιτρέχων και κλαίων;» «Αχ! καπετάνιε μου, μοί είπε μετά βαθέος στεναγμού, την παπαδιάν μου έχασα». Πολλοί μη δυνηθέντες να έλθωσιν εντός των λέμβων, έπιπτον εις την θάλασσαν δι’ όλου τον παγετώδους ψύχους και ήρχοντο κολυμβώντες εις το ατμόπλοιον δεν ήρκει δε τούτο, αλλά και τινες απεκδυόμενοι προσέδενον διά μικρού λεπτού σχοινιού τα φορέματα αυτών εις ασκόν πλήρη ελαίου, ον έφερον εις Ελλάδα διά τας οικογένειας αυτών, και κολυμβώντες έσυρον τους ασκούς όπισθεν αυτών ότε δε ήρχοντο εις την πλευράν του πλοίου, εφώναζον μεγαλοφώνως. «Δια τον Θεόν, πνίγομαι» ημείς δε εις την φωνήν τρέχοντες ανειλκύομεν άνθρωπον αγκιστρωμένον εις ασκόν ελαίου. Ευκόλως λοιπόν τις συμπεραίνει, οπάσην δυσκολίαν και βραδύτητα εις την εκφόρτωσιν επροξένουν ούτοι. Αλλά και τι ποιητέον; τινός καρδία δεν ήθελε ραγίσει εις τους κλαυθμούς και οδυρμούς των δυστυχών εκείνων όντων, οίτινες επί πολλάς εβδομάδας έζων διά χόρτων αγρίων και ξυλοκεράτων, ώστε επί πολλάς ημέρας ούρουν αίμα;
Παρελάβομεν λοιπόν περί τα 200 γυναικόπαιδα τον αρχηγόν Μίτσαν μετά 20 εθελοντών, και τον αρχηγόν Γάκην πληγωμένον, ανελάβομεν τας λέμβους και την μικράν άγκυραν και ανεχωρήσαμεν 20 λεπτά μετά το μεσονύκτιον διά Σύρον από Φόδελε εδώσαμεν όλην την ταχύτητα εν τω μέσω του βαθέος σκότους, και δεν είδομεν ουδέν τουρκικόν ατμόπλοιον. Την 6 ώραν π.μ. ήμεθα μεσημβρίαν ηγκυροβολήσαμεν εις Σύρον, ριψαντες πέντε πυροβόλα προς γνωστοποίησιν της αισίας επανόδου ημών.
Έγγραφον εν τη Ενώσει την 29 Δεκεμβρίου 1867.»

Την σε άλλο ταξίδι με αναχώρηση από Σύρο την 15η Δεκεμβρίου 1867 με 2.300 σάκους άλευρου, 350 κιβώτια πολεμοφοδίων κλπ. και μετά από πολλές περιπέτειες αγκυροβόλησε στην ακτή του Ροδάκινου Ρεθύμνης οπού:
«Εκεί εύρον περί τα διακόσια γυναικόπαιδα Κρητών, ζώντα επί επτά όλας ημέρας, διά χόρτων, ούτε άρτον έχοντα, ούτε άλλο τι τρόφιμον, είχον δε αποθάνει της κείνης περί τα 15. Ο εκεί σταθμεύων υγειονόμος ήλθεν εντός του πλοίου και μοι ενεχείρισεν αναφοράν, παρακαλών με να οικτείρω τα αληθώς οίκτου άξια γυναικόπεδα, και δώσω εις αυτά ολίγον άλευρον.»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Στοιχεία ελήφθησαν από το θαυμάσιο βιβλίο της Ευαγγελίας Νικολακάκη – Μανιουδάκη “Οι Εραστές της Λεφτεριάς”.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα