Υπολογίζεται ότι 424.000 παιδιά ζουν στην Ελλάδα κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως καταδεικνύει η ετήσια έκθεση της “UNICEF” για τα παιδιά στην Ελλάδα που παρουσιάστηκε χθες.
Σύμφωνα με την έκθεση, το 2014 η παιδική φτώχεια ανήλθε στο 25,3%, ποσοστό αυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2010 (22,3%). Η έρευνα αποτυπώνει το μεγάλο ποσοστό των οικογενειών που εμφανίζουν σοβαρή υλική αποστέρηση, δηλαδή έχουν αντικειμενική αδυναμία να πληρώσουν τουλάχιστον τέσσερα από εννιά αγαθά και υπηρεσίες (ενοίκιο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση, κρέας, διακοπές, τηλεόραση, αυτοκίνητο, τηλέφωνο). Το επίπεδο σοβαρής υλικής αποστέρησης ανήλθε το 2015 στις οικογένειες με παιδιά στο 26,8%. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται δραματικά στις μονογονεϊκές οικογένειες (36,6%) και στις πολύτεκνες οικογένειες (31,3%).
Επίσης, από το 2010, οπότε γίνεται έντονη η κρίση στην Ελλάδα, οι οικογένειες με παιδιά έχουν προχωρήσει σε δραματική μείωση των καταναλωτικών δαπανών τους. Ενδεικτικά για μία οικογένεια με δύο παιδιά η μέση μηνιαία καταναλωτική δαπάνη ανερχόταν το 2014 σε 1.551 ευρώ, ενώ το 2008 το αντίστοιχο ποσό ήταν 2.832 ευρώ. Επειτα από ανάλυση των δεδομένων της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και της Eurostat της περιόδου 1995 – 2015 αναδεικνύεται η δραματική επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης των παιδιών στην Ελλάδα καθώς η παιδική φτώχεια αυξήθηκε κατά 6,3%, κάτι που σημαίνει ότι 122.340 περισσότερα παιδιά βρέθηκαν αντιμέτωπα με τον κίνδυνο της φτώχειας.
Η διαχρονική ανάλυση της φτώχειας με βάση τις ηλικιακές ομάδες δείχνει επιπλέον ότι η φτώχεια των παιδιών έχει αυξηθεί περισσότερο από ότι η φτώχεια των ενηλίκων από το 1995 μέχρι σήμερα (6.3% έναντι 4,6% αντίστοιχα).
Την έρευνα εκπόνησε επιστημονική ομάδα με επικεφαλής τον Στέφανο Παπαναστασίου, διδάσκοντα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
«Η έκθεση αφορά στα παιδιά της οικονομικής κρίσης, τα οποία αποτελούν τα σιωπηλά θύματα των μέτρων λιτότητας που επιβάλλονται στη χώρα μας», επεσήμανε σε σχετική συνέντευξη Τύπου η πρόεδρος της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής της “UNICEF” Σοφία Τζιτζίκου. «Υπάρχει και μία άλλη ομάδα παιδιών, τα προσφυγόπουλα» πρόσθεσε η ίδια, «τα οποία ξεπερνούν το 50% των προσφύγων που έχουν εγκλωβιστεί στη χώρα μας και αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης».
«Οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, οι πόλεμοι και τα πολλαπλά προβλήματα οδηγούν στη φτώχεια. Δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε τη φτώχεια χωρίς να καταπολεμήσουμε τις αιτίες της», υπογράμμισε η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Ράνια Αντωνοπούλου.
«Η οικονομική κρίση μας έχει οδηγήσει να κάνουμε διαχωρισμό ανάμεσα στην οικονομική πολιτική και την κοινωνική πολιτική. Δεν μπορούμε όμως να ασκούμε πολιτικές που να περικόπτουν τις δαπάνες στην υγεία και την παιδεία και να ερχόμαστε με την κοινωνική πολιτική να καλύψουμε τα κενά που δημιουργούνται. Οι δύο αυτές πολιτικές είναι αλληλένδετες» συμπλήρωσε.
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΟΥ
Σε ανάλυση του θεσμικού πλαισίου για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού που επιχειρείται στην έκθεση, διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα σε συνταγματικό και νομοθετικό επίπεδο υπάρχει ένα πλέγμα διατάξεων που διασφαλίζει την επαρκή προστασία. «Εκεί που υπάρχει πρόβλημα είναι στην εφαρμογή των νόμων προστασίας» εξήγησε η νομικός, Μαριάνθη Νταφούλη.
Το 22,2% του πληθυσμού σε κατάσταση ένδειας
Σε κατάσταση ένδειας ζούσε το 22,2% του πληθυσμού της Ελλάδας το 2015, έναντι 8,2% του πληθυσμού της Ε.Ε. σύμφωνα με στοιχεία της “Eurostat” που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα.
Η “Eurostat” έδωσε στη δημοσιότητα το ποσοστό του πληθυσμού της Ε.Ε. που στερείται βασικών καταναλωτικών αγαθών ή αδυνατεί να αντεπεξέλθει σε στοιχειώδεις οικονομικές υποχρεώσεις. Βάσει αυτών των στοιχείων, το 2015 στην Ελλάδα ζούσαν σε κατάσταση ένδειας περίπου 2,37 εκατ. άνθρωποι και συνολικά στην Ε.Ε., 41 εκατ. άνθρωποι.
Ενώ στην Ε.Ε. το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε κατάσταση ένδειας άρχισε να μειώνεται από το 2012 και μετά (από 9,9% το 2012 σε 8,2% το 2015), στην Ελλάδα κατέγραψε αύξηση από 19,5% το 2012, σε 20,3% το 2013, 21,5% το 2014 και 22,2% το 2015.
Σε κατάσταση ένδειας βρίσκεται στην Ε.Ε. το 8,3% των νοικοκυριών με δύο ή περισσότερους ενηλίκους με παιδιά, το 6% των νοικοκυριών χωρίς παιδιά και το 17,3% των μονογονεϊκών οικογενειών.