■ Ένα από τα πλέον σημαντικά μνημεία βιομηχανικής κληρονομιάς της Ελλάδας
Με κινητήρια δύναμη την ορμή του νερού, αυτή που την περίοδο 1908-1967 παρήγαγε ηλεκτρική ενέργεια και κινούσε την τουρμπίνα του, το Κανναβουργείο Έδεσσας, η μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής σπάγκων και σχοινιών από ινδική κάνναβη στη χώρα την περίοδο εκείνη, ετοιμάζεται να πάρει ξανά (νέα) ζωή.
Ο δήμαρχος Έδεσσας Δημήτρης Γιάννου «έτρεξε» τις διαδικασίες για να το βγάλει από την αφάνεια και την πολυετή αδράνεια κι, όπως εξηγεί ο ίδιος στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, «το 2023, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι όλα θα κυλήσουν ομάδα, το Κανναβουργείο Έδεσσας θα αποτελεί ίσως και το νούμερο ένα στολίδι στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου σχεδίου που υλοποιεί ο δήμος, με στόχο τη βέλτιστη αξιοποίηση των επισκέψιμων χώρων στην ευρύτερη περιοχή, για την ενίσχυση της οικονομίας και της εμπορικής και τουριστικής κίνησης».
Σήμερα, το Κανναβουργείο Έδεσσας αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά μνημεία βιομηχανικής κληρονομιάς της Ελλάδας, ενώ έχει βραβευτεί σε διαγωνισμό της Ευρωπαϊκής Χημικής Εταιρείας, σε αναγνώριση του ρόλου του στην προώθηση ενός δεσμού με βαθιές ρίζες μεταξύ της χημείας και της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Βρίσκεται στην τοποθεσία Μεγάλος Κρημνός, δίπλα στο γεωοπάρκο των Καταρρακτών και αποτελεί το μόνο από τα τέσσερα που λειτουργούσαν πανελλαδικά εκείνη την εποχή. Διαθέτει παλιά μεν, αλλά καλά συντηρημένα μηχανήματα, «θυμίζοντας έτσι σε οποιονδήποτε διασχίζει τις πύλες του, το άγνωστο παρελθόν της Ελλάδας», όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Γιάννου.
Το Κανναβουργείο Έδεσσας είχε αποκατασταθεί το 1995 και λειτουργούσε ως χώρος εστίασης, εκδηλώσεων και συναυλιών, εξέλιξη που είχε συμβάλει στην αναζωογόνηση ολόκληρης της περιοχής, όπου εντάσσεται το ακίνητο. Ο χώρος παραμένει ανενεργός από το 2014, αν και το συγκρότημα εξακολουθεί να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς της περιοχής, ενώ η χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του αποτελεί τοπόσημο της Έδεσσας.
Εντός Φεβρουαρίου η δημοπράτηση
Μέσα στον Φεβρουάριο αναμένεται να δημοπρατηθεί το έργο «Λειτουργική Αναβάθμιση του διατηρητέου Βιομηχανικού Συγκροτήματος του Κανναβουργείου και Επανάχρησή του ως εστίας πολιτιστικής και τουριστικής δραστηριότητας» όπως ανέφερε μεταξύ άλλων ο δήμαρχος τη περιοχής και σημείωσε, ότι εάν δεν υπάρξουν δικαστικές προσφυγές «από τη στιγμή που θα προκύψει ανάδοχος, η νομική δέσμευση αφορά στο πέρας των εργασιών εντός δέκα μηνών, με άλλους πέντε ως δικαίωμα παράτασης».
Το έργο εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία 2014-2020» και ο συνολικός προϋπολογισμός του ανέρχεται στα 2.336.228,19 ευρώ.
Τα μηχανήματα του 1908 και η τουρμπίνα που ακόμη δουλεύει!
Βάσει της μελέτης για τη λειτουργία του Κανναβουργείου, οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις θα πραγματοποιηθούν στο κυρίως κτίριο του χώρου παραγωγής, το διώροφο κτίριο συσκευασίας και αποθήκευσης, το μεταξύ τους υπόσκαφο τμήμα, το ασανσέρ και τον περιβάλλοντα χώρο, ενώ θα λειτουργεί μέσα από τη συνεργασία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
«Θα πρόκειται ουσιαστικά για έναν πολυχώρο, στον οποίο θα υπάρχει συνεδριακό κέντρο, ενώ ταυτόχρονα θα λειτουργεί και ως επισκέψιμος χώρος, στον οποίο οι επισκέπτες θα γνωρίζουν τη βιομηχανική ιστορία της Έδεσσας και φυσικά τους σταθμούς της ιστορίας του Κανναβουργείου και τον τρόπο παραγωγής με υδροκίνηση», επισημαίνει ο κ. Γιάννου.
Ειδικότερα, στο κτίριο παραγωγής προβλέπεται -σύμφωνα με τη μελέτη- να διαμορφωθεί συνεδριακό κέντρο με αίθουσα πολλαπλών χρήσεων: διαφόρων δραστηριοτήτων (και διαδραστικών), στρογγυλών τραπεζιών και παρουσίασης οπτικοακουστικού υλικού. «Ο χώρος με τα μηχανήματα και την τουρμπίνα θα αποτελεί επισκέψιμο χώρο, όπου θα ξεναγούνται οι επισκέπτες», εξηγεί ο κ. Γιάννου και προσθέτει: «πρόκειται για ένα μοναδικό δείγμα σειράς μηχανών που λειτουργούσαν με την ηλεκτρική ενέργεια που παραγόταν από την ορμή νερού. Είναι ένα εντυπωσιακό σύστημα, που με την κατάλληλη συντήρηση και αποκατάσταση, ενδεχομένως μπορεί να λειτουργήσει επιδεικτικά ακόμη και σήμερα».
Σε ό,τι αφορά το διώροφο κτίριο που χρησιμοποιούνταν ως κτίριο συσκευασίας και αποθήκευσης, σύμφωνα με τη μελέτη, αυτό θα μετατραπεί σε αναψυκτήριο – εστιατόριο. Το υπόσκαφο κτίριο που συνδέει τα προαναφερόμενα κτίρια θα λειτουργήσει ως υποστηρικτικός χώρος. Επίσης, τα πρώην βοηθητικά κτίρια, όπως είναι το μηχανουργείο και το λεβητοστάσιο, θα αξιοποιηθούν ως εμπορικά καταστήματα.Εκτεταμένες παρεμβάσεις προβλέπονται και στον περιβάλλοντα χώρο, όπου με βάση τη μελέτη, προβλέπεται κατάλληλη διαμόρφωσή του ώστε οι επισκέπτες να έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής σε διαδραστικά παιχνίδια με μηχανές που λειτουργούν με τη δύναμη του νερού. Παράλληλα, προβλέπονται εργασίες για την αποκατάσταση φθορών και λειτουργίας των ανελκυστήρων, ενώ θα γίνει και σύνδεση του χώρου με την περιοχή των Μύλων και των Καταρρακτών, μέσα από διαδρομές για πεζούς ή γυάλινο ασανσέρ.
Η ολοκλήρωση του έργου και η επαναλειτουργία του παλιού βιομηχανικού συγκροτήματος του Κανναβουργείου ως επισκέψιμου χώρου και συνεδριακού κέντρου «θα αναβαθμίσει σημαντικά το τουριστικό προϊόν της Έδεσσας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής», τόνισε ο κ. Γιάννου, προσθέτοντας ότι «πρόκειται για ένα τουριστικό προϊόν που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια και αποκτά ολοένα και πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά».
Η ιστορία του
Η ίδρυση της εταιρίας που λειτούργησε το Κανναβουργείο Έδεσσας, έγινε το 1908 από την Τότσκα και ΣΙΑ και άλλους μικρότερους μετόχους από τη Θεσσαλονίκη, ενώ αργότερα η διεύθυνσή του ανατέθηκε στον βιομήχανο Ηρακλή Χατζηδημούλα. Το εργοστάσιο άκμασε από το 1928 έως το 1940, περίοδο κατά την οποία απασχολούσε 150 εργάτες κυρίως κατοίκους της Έδεσσας. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, το Κανναβουργείο της Έδεσσας διοχέτευε τα υφάσματα και τους σπάγκους που παρήγαγε σε όλη την Ελλάδα. Τα χοντρά σχοινιά πήγαιναν στην Κρήτη, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, ενώ οι λεπτοί σπάγκοι στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Η απώλεια του κεκτημένου εκμετάλλευσης των υδατοπτώσεων που ήρθε ως αποτέλεσμα του εξηλεκτρισμού της χώρας, το ύψος των οφειλών προς τις τράπεζες, οι διαφωνίες των μετόχων, καθώς και τα χρέη σε ΙΚΑ και δημόσιο οδηγούν στη διακοπή των εργασιών του Κανναβουργείου, τον Μάιο του 1966. Τότε, οι 100 πλέον εργάτες του ιδρύουν τον «Παραγωγικό συνεταιρισμό η Πέλλα» και αναλαμβάνουν τη διαχείρισή του. Έτσι, γεννιέται ένας από τους πρώτους συνεταιρισμούς εργατών της νεότερης ελληνικής ιστορίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση ενός εργοστασίου. Αργότερα, το 1967, η διαχειριστική επιτροπή ζητά από την ΕΤΒΑ δάνειο για να συνεχίσει το εργοστάσιο τη λειτουργία του, αίτημα που δεν έγινε αποδεκτό. Το εργοστάσιο κλείνει και νέος ιδιοκτήτης του είναι πλέον το δημόσιο. Στις αρχές του 2000, ύστερα από 40 χρόνια εγκατάλειψης, ο εξωτερικός και εσωτερικός χώρος του Κανναβουργείου εντάχθηκαν στο «Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα ανάδειξης των Καταρρακτών».