Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. η Αθήνα ήταν μία πολύ ευημερούσα και ισχυρή πόλη (που χαρακτηρίζεται δικαίως ως «Κλεινόν άστυ»). Η αρχαιολογική έρευνα έχει αναδείξει πολλά σημαντικά τεκμήρια από τα μνημεία της, τόσο του ιερού βράχου της Ακρόπολης όσο και εντός του ευρύτερου οικιστικού της ιστού (άστυ και χώρα).
Η ηγετική πολιτική φυσιογνωμία του 5ου αι. π.Χ. ήταν ο Περικλής (461-429 π.Χ.), ο οποίος εκλεγόταν στο αξίωμα του στρατηγού. Με το κύρος της προσωπικότητάς του και την επιρροή του καθοδηγούσε την Εκκλησία του Δήμου στη λήψη των καίριων πολιτικών αποφάσεων. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Θουκυδίδη (Β’, 65.9): «..εγίγνετο τε λόγω μεν Δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή….». Κατά την περίοδο αυτή, που δίκαια χαρακτηρίζεται ως «χρυσός αιώνας» του Περικλή, η Αθήνα έφτασε στο απόγειο της δόξας της και της πολιτιστικής της ακμής.
Ο διαρκής ανταγωνισμός μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης οδήγησε αναπόφευκτα την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Τα πολεμικά γεγονότα ξεκίνησαν από την άνοιξη του 431 π.Χ. και εξής, με διαδοχικές επιθέσεις των Σπαρτιατών, οι οποίοι, υπό την ηγεσία του βασιλιά Αρχίδαμου, κατέστρεψαν πολλές περιοχές της Αττικής υπαίθρου. Όσοι κάτοικοί της Αττικής υπαίθρου δεν σκοτώθηκαν κατέφυγαν εξαθλιωμένοι εντός των τειχών της πόλης.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Θουκυδίδης (Ιστορίαι, Β’, 54.5):
«…εσβεβληκότων των Πελοποννησίων η νόσος ήρξατο ευθύς…. Τοιούτω μεν πάθει οι Αθηναίοι περιπεσόντες επιέζοντο, ανθρώπων τ’ ένθον θνησκόντων και γης έξω δηουμένης…».
Μέσα την ταραγμένη αυτή περίοδο της α’ φάσης του Πελοποννησιακού πολέμου έκανε την εμφάνισή του ο μεγάλος λοιμός στην Αθήνα (από την άνοιξη του 430 π.Χ.). Πιστεύεται ότι μεταδόθηκε από την Αιθιοπία και την Αίγυπτο μέσω των εμπορικών δρόμων προς το λιμάνι του Πειραιά. Ήρθε να προστεθεί στις ήδη οδυνηρές επιπτώσεις του πολέμου και της οικονομικής καταστροφής που υφίσταντο οι πολίτες. Η εξάπλωσή του ήταν ραγδαία και δύσκολα αντιμετωπίσιμη, λόγω κυρίως του μεγάλου συνωστισμού των κατοίκων της υπαίθρου εντός των τειχών της πόλης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Θουκυδίδης (Ιστορίαι, Β’, 47.3):
«…ου μέντοι τοσούτος γε λοιμός ουδέ φθορά ούτως ανθρώπων ουδαμού εμνημονεύετο γενέσθαι, ούτε γαρ ιατροί ήρκουν το πρώτον θεραπεύοντες αγνοία, αλλ’ αυτοί μάλιστα έθνησκον όσω και μάλιστα προσήσαν, ούτε άλλη ανθρωπεία τέχνη ουδεμία·». Ούτε η ιατρική ούτε η θρησκεία μπορούσε να δώσει μια άμεση λύση. Μειώθηκε έτσι το αίσθημα ασφάλειας και κατ’ επέκταση κλονίστηκε η ηθική και η πίστη προς τους θεούς (Ιστορίαι, Β’, 47.4):
«όσα τε προς ιεροίς ικέτευσαν ή μαντείοις … πάντα ανωφελή ην, τελευτώντες τε αυτών απέστησαν υπό του κακού νικώμενοι…». Μπροστά σ’ αυτήν την πρωτοφανή επιδημία οι Αθηναίοι θεώρησαν πως οι θεοί ίσως θέλησαν μ’ αυτόν τον τρόπο να τους εκδικηθούν.
Δραματικές είναι πραγματικά οι λεπτομέρειες που μας διασώζει ο Θουκυδίδης (Β΄, 47.1 – 54.3.5), ο οποίος νόσησε αλλά διεσώθη. Οι μελετητές θεωρούν ότι η ασθένεια έμοιαζε με εξανθηματικό τύφο, ή λιγότερο πιθανά με ανεμοβλογιά ή ιλαρά. Η παλαιοπαθολογική μελέτη υποστηρίζει τυφοειδή πυρετό. Ενώ στην Αθήνα τότε δεν υπήρχε μέχρι τότε άλλη αρρώστια, ξαφνικά οι άνθρωποι παρουσίασαν πυρετό, εξανθήματα, πληγές σε όλο τους το σώμα, δεν ανέχονταν ούτε τα ρούχα τους, βασανίζονταν από πόνους και αϋπνίες και ένοιωθαν ανακούφιση όταν έπεφταν σε κρύο νερό.
Λόγω της έλλειψης κατοικιών, πολλοί άνθρωποι έμεναν σε καλύβες και πρόχειρα παραπήγματα, στερούμενοι βασικών αναγκών (τροφίμων, νερού κ.ά.). Συχνά οι ζωντανοί έμεναν με τους άταφους νεκρούς, αδιαφορώντας για τους νόμους, θεϊκούς και ανθρώπινους, μέσα στην απελπισία τους:
«…επίεσε δ’ αυτούς μάλλον προς τω υπάρχοντι πόνω και η ξυγκομιδή εκ των αγρών εις το άστυ, και ουχ ήσσον τους επελθόντας, οικιών γαρ ουχ υπαρχουσών, αλλ’ εν καλύβαις πνιγηραίς ώρα έτους διαιτωμένων, ο φθόρος εγίγνετο ουδενί κόσμω, αλλά και νεκροί επ’ αλλήλοις αποθνήσκοντες έκειντο, και εν ταις οδοίς εκαλινδούντο, και περί τας κρήνας άπασας ημιθνήτες του ύδατος επιθυμία…» (Ιστορίαι, Β’, 52.1-2).
Ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των θυμάτων αυτής της επιδημίας δεν έχουν διασωθεί από τους ιστορικούς. Ωστόσο οι διάφορες πληροφορίες, έστω και ατεκμηρίωτες εισέτι, ανεβάζουν τον αριθμό τους σε δεκάδες χιλιάδες. Υπολογίζεται ότι αποδεκάτισε το ¼ του Αθηναϊκού πληθυσμού. Τα θύματα κάθε ημέρα αυξάνονταν και προ πάντων ανάμεσα στους συγγενείς που φρόντιζαν τους δικούς τους αρρώστους. Οι περισσότεροι δεν άντεχαν, εμφάνιζαν εξάντληση και πέθαιναν κατά εκατοντάδες ακόμη και στους δρόμους.
Ορισμένοι άνθρωποι μέσα στην απελπισία τους προέβαιναν σε ενέργειες πρωτόγνωρες και αντίθετες με την πίστη και την ηθική τους. Τα έθιμα που τηρούσαν μέχρι τότε για την ταφή των νεκρών τους παραβιάστηκαν. Έφταναν στο σημείο να καταλαμβάνουν σωρούς ξύλων που άλλοι προόριζαν για δικό τους νεκρό στην ταφική πυρά και μετά να φεύγουν:
«..επί πυράς γαρ αλλοτρίας φθάσαντες τους νήσαντες, οι μεν επιθέντες των εαυτών νεκρόν υφήπτον, οι δε καιομένου άλλου επιβαλόντες άνωθεν, ον φέροιεν απήσαν…» (Ιστορίαι, Β’, 52.4).
Αυτή η απροσδόκητη κοινωνική μεταστροφή του κατεστημένου και των ιερών παραδόσεων, μέσα σε αυτή την συμφορά της επιδημίας σε μια πόλη σαν την Αθήνα, που κήδευε ανέκαθεν με τιμές τους νεκρούς της, αποτελεί την πλέον εύγλωττη εικόνα του εφιάλτη που ζούσαν οι κάτοικοί της.
Τόση μεγάλη ήταν η συμφορά που χρειάστηκε να εξευρεθεί χώρος ακόμα και έξω από την πόλη, όπου άνοιγαν πρόχειρους λάκκους και έθαβαν τους εγκαταλελειμμένους νεκρούς. Ανάμεσα στα θύματα οι αρχαιολόγοι εντόπισαν τα οστά ενός 11χρονου κοριτσιού, την όψη του οποίου ανασύνθεσαν με τη βοήθεια της τεχνολογίας και συμβατικά ονομάστηκε «Μύρτις».
Η νόσος μεταδόθηκε επίσης στα αθηναϊκά στρατεύματα που επιχειρούσαν εκτός Αττικής. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, από τους 4000 οπλίτες του στρατηγού Άγνωνα, που μαζί με τους 1600 του στρατηγού Φορμίωνα πολιορκούσαν την Ποτίδαια της Χαλκιδικής, πέθαναν λόγω της επιδημίας οι 1050 άνδρες σε 40 μόνο ημέρες:
«…επιγενομένη γαρ η νόσος ενταύθα δη πάνυ επίεσε τους Αθηναίους, φθείρουσα την στρατειάν, ώστε και τους προτέρους στρατιώτας νοσήσαι των Αθηναίων, από της ξυν Αγνώνι στρατιάς, εν τω προ του χρόνου υγιαίνοντας… από τετράκισχιλίων οπλιτών χιλίους και πεντήκοντα τη νόσω απωλέσας εν τεσσαράκοντα ημέραις…. Οι δε πρότεροι στρατιώται κατά χώραν μένοντες, επολιόρκουν την Ποτίδαιαν…(Ιστορίαι, Β’, 58.3).
Τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας στα στρατεύματα και στα πληρώματα των 300ων αθηναϊκών τριήρεων ακινητοποίησαν μεγάλο μέρος του στόλου και εμπόδισαν τον Περικλή να ολοκληρώσει πλήρως τα σχέδιά του για επίθεση στις ακτές της Πελοποννήσου, ως αντίποινα για τις επιδρομές των Πελοποννησίων στην Αττική.
Έχει υποστηριχθεί ότι ο Ιπποκράτης συνέδραμε τους Αθηναίους κατά τη διάρκεια του λοιμού. Συμβούλεψε να ανάψουν φωτιές στους δρόμους και να ζεματίσουν τον ιματισμό, γεγονός που φαίνεται να μετρίασε την εξάπλωση της νόσου. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν για την προσφορά του με χρυσό στεφάνι, με σίτιση στο πρυτανείο και μύηση στα Ελευσίνια μυστήρια. Το ψήφισμα διαβάστηκε στα Παναθήναια.
Η αγανάκτηση του λαού που υπέφερε τον ανάγκασε να αναζητήσει υπαίτιους για την επιδημία και τα δεινά της. Και όπως ήταν φυσικό οι κατηγορίες βάρυναν κυρίως τον Περικλή. Τον θεώρησαν υπεύθυνο για το γεγονός ότι δεν τους οδήγησε σε κανονική μάχη, αλλά τους έκλεισε μέσα στα τείχη, με οδυνηρά αποτελέσματα. Αν και τον Σεπτέμβριο του 430 π.Χ. έχασε προσωρινά το αξίωμα του στρατηγού, σύντομα επανεξελέγη μιας και θεωρήθηκε ο μόνος άξιος ηγέτης. Ο ισχυρός άνδρας της Αθηναϊκής δημοκρατίας κατόρθωσε να κρατήσει τους Αθηναίους ενωμένους, όσο αυτό ήταν εφικτό, μέσα στη δίνη της έναρξης του καταστροφικού Πελοποννησιακού πολέμου και τους κλυδωνισμούς που είχε υποστεί η Αθηναϊκή συμμαχία.
Ο Περικλής πέθανε το 429 π.Χ., θύμα και ο ίδιος της φοβερής αυτής επιδημίας, η οποία διήρκεσε τουλάχιστον ακόμα δύο έτη, μέχρι το 427 π.Χ.. Μετά την οριστική ήττα στους Αιγός ποταμούς το 405 π.Χ. η αθηναϊκή ηγεμονία καταλύθηκε. Η άλλοτε κραταιή πόλη της Αθήνας δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην παλαιά της δόξα και πέρασε σε φάση πολιτικο-οικονομικής ύφεσης με κάποιες σύντομες αναλαμπές. Η πνευματική ακτινοβολία της Αθήνας όμως δεν έσβησε, παρά τις μεγάλες δοκιμασίες που πέρασε. Παρέμεινε έτσι διαχρονικά το παγκόσμιου συμβόλου του πολιτισμού και της Δημοκρατίας. Οι μορφωμένοι της εποχής εξακολουθούσαν να είναι προσηλωμένοι στην φιλοσοφία και στις τέχνες.
*dr Κλασικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης