Από την 1η του Μάρτη μέχρι και του Ευαγγελισμού τα παιδιά τριγυρνάνε μέσα στο χωριό, ακόμα και στα κοντινά τους ξενοχώρια και τραγουδάνε το παρακάτω τραγούδι κρατώντας στα χέρια τους μια ξύλινη χελιδόνα.
Αυτήν την χελιδόνα δεν μπορούσε ο καθένας να την φτιάξει, έπρεπε να ξέρει τον τρόπο και ευτυχώς στο χωριό πάντα υπήρχε κάποιος που ήξερε την τέχνη.
Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι
«Ευαγγελίζου γη χαρά μεγάλη, αινείτι ουρανοί Θεού τη δόξα.
Του χελιδόνι ανέβηνι, του χελιδόν κατέβηνι από Μαύρη θάλασσα κι ήβρε πύργο κι έκατσι, κι έκατσι κι λάλησι, και δε χαμολάλησι.
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ και Απρίλη δροσερέ,
κειν την μέρα πώδειξις, κι έμαθες τα γράμματα, γράμματα βασιλικά συ καλή νοικοκυρά,
βάλι τα πασούμια σου κι έμπα στο κιλλάρι σου, βγάνι δος μας πέντ’ αυγά, πέντ’ αυγά σαρακοστά, κι του δάσκαλου δυο ‘βγα,
Κι την πέρδικα παρά, ιερά στο ιερόν, κι από φέτου κι από χρόνου, καλλιότεραν
Αμήν».
Τα παιδιά τραγουδώντας, τραβούσαν την κλωστή και η χελιδόνα γύριζε δεξιά και αριστερά.
Η ΑΡΜΥΡΟΚΟΥΡΟΥΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ
Το βράδυ της Τυρινής, μια ηλικιωμένη παίρνει τρεις κουταλιές αλεύρι, τρεις αλάτι και τρεις νερό, τα ζυμώνει καλά καλά και τα κάνει ένα κουλικάκι (ένα στρογγυλό κουλούρι). Το βάζει και ψήνεται πάνω σε ένα πυρωμένο τούβλο, πάνω στη στάχτη.
Το βράδυ της ΚαθαροΔευτέρας κόβει ένα κομμάτι και δίνει στα ανύπαντρα κορίτσια για να το βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους.
Η παράδοση έλεγε πως θα ονειρευτούν αυτόν που θα γένει άντρας τους, να τους δίνει νερό να πιουν.
ΓΑΪΤΑΝΑΚΙ
Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία έφεραν στην Ελλάδα αυτό το έθιμο, ένα αποκριάτικο παιχνίδι με 13 χορευτές. Οι δώδεκα από αυτούς κρατούν από μια πολύχρωμη κορδέλα και, ακολουθώντας συγκεκριμένο βηματισμό, την τυλίγουν στο στύλο που κρατά ο δέκατος τρίτος χορευτής στη μέση.
Το Γαϊτανάκι είναι ένας από τους δυσκολότερους χορούς κι αυτό γιατί δεν πρέπει μόνο να τυλιχτεί αλλά και να ξετυλιχτεί σωστά.
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Ξημερώνοντας την Καθαρή Δευτέρα από το πρωί ξεκινούσε η προετοιμασία για το νηστίσιμο φαγητό. Ανοίγαν το φύλλο για τις πίτες, χορτόπιτες, κολοκυθόπιτες με κόκκινη κολοκύθα και σιμιγδάλι, να καθαριστούν τα χόρτα και τα θαλασσινά. Σουπιές με μάραθα και ελιές σβησμένες με κόκκινο κρασί, γεμιστά καλαμάρια με ρύζι, ταραμοσαλάτα, χταποδάκι και γυαλιστερές, μύδια με πιλάφι είχαν την τιμητική τους εκείνη τη μέρα. Πολλές φορές τα φόρτωναν σε καλάθια και ξεχύνονταν στις εξοχές. Εκεί αμόλαγαν μικροί μεγάλοι τα τσερκένια (χαρταετούς) και γιόμιζε όλος ο ουρανός με χρώματα.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο του Κ. Πολίτη «…Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα! Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -ήτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός! Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στης γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ,την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου».
ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ