Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, 2024

Ζυθοποιείο μαργαριταριών

» Jenny Hval (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδόσεις Πλήθος)

Εκεί· κι όχι εκεί.
Από το παράθυρο της πανσιόν η πόλη μοιάζει κρυμμένη σε πυκνή ομίχλη. Κάτω από τα πόδια μου, δεξιά και αριστερά, ο παραλιακός δρόμος εξαφανίζεται μες στο λευκό, σαν γέφυρα που ενώνει δύο σύννεφα. Πού και πού η ατμόσφαιρα καθαρίζει λίγο και μπορώ να δω τις σιλουέτες των νησιών στον ορίζοντα· μετά κρύβονται ξανά. There, not there, there, not there, ψιθυρίζω πάνω στο τζάμι, χτυπώντας κοφτά τα δάκτυλά μου στον ρυθμό των λέξεων: μπαπ, μπα-μπαπ, λες και δημιουργώ νέους παλμούς για το καινούριο μου σπιτικό.
Έτσι καθόμουν το πρώτο εκείνο πρωί στο Έιμπορν, με το σώμα γειρτό προς το παράθυρο και το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι.

Η Τζο, η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, αφήνει πίσω της τη Νορβηγία για να πάει στο Έιμπορν να σπουδάσει βιολογία. Είναι ένα μέρος επινοημένο, μικρό σε μέγεθος και μάλλον αραιοκατοικημένο, δίπλα στη θάλασσα, σε παρατεταμένη βιομηχανική παρακμή, μέρος στο οποίο μιλάνε αγγλικά και κάνει κρύο. Η νεαρή κοπέλα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις συνήθεις δυσκολίες που ένα καινούργιο περιβάλλον προσφέρει απλόχερα μέχρι να υποταχθεί στη ρουτίνα και να καταστεί οικείο και γνώριμο. Θα μείνει αρχικά σε μια πανσιόν, ενώ η βδομάδα προσαρμογής στο πανεπιστήμιο έχει ήδη ξεκινήσει, με τους γελοίους τίτλους των δράσεων που μάλλον εκνευρισμό παρά χαλαρότητα προκαλούν. Προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα αυτή συνθήκη, να κοινωνικοποιηθεί και να βρει ένα δωμάτιο, τριγυρίζει την πόλη και τσεκάρει αγγελίες, νιώθει ανεπάρκεια στην επικοινωνία στα αγγλικά που έμαθε στο σχολείο αλλά ελάχιστα χρησιμοποίησε ως τότε, παρότι τα καθημερινά νορβηγικά ενσωματώνουν διαρκώς όλο και περισσότερες λέξεις από τα αγγλικά, καθώς ένα νέο ιδίωμα αναδύεται αργά και σταθερά.

Συνεντεύξεις με υποψήφιους συγκάτοικους, ελπίδες και απογοητεύσεις, και ο χρόνος προχωρά, τα μαθήματα ξεκινούν, και εκείνη ακόμα δεν έχει βρει πού θα μείνει και η καινούργια συνθήκη ζωής φαντάζει ακόμα πιο μετέωρη απ’ ό,τι ήδη είναι. Μια παράξενη αγγελία θα την οδηγήσει σε ένα παλιό ζυθοποιείο, μακριά από το κέντρο της πόλης, όπου μένει η Καράλ, που κάποτε σπούδασε λογοτεχνία αλλά τώρα δεν αντέχει να διαβάζει τίποτα άλλο παρά άρλεκιν, όπως το Moon lips, ξοδεύοντας τη ζωή της σε αδιάφορες περιστασιακές δουλειές, μ’ έναν αόριστο στόχο φυγής να νοηματοδοτεί αχνά την καθημερινότητα. Ο πρώην βιομηχανικός χώρος έχει διαμορφωθεί σε κατοικία με εκτεταμένη χρήση νοβοπάν, γεγονός που καθιστά την ηχητική διακριτικότητα σε πολυτέλεια και την υγρασία σε κυρίαρχη θεά του μέρους. Η Τζο θα μετακομίσει εκεί.

Δοσμένη κατά αυτόν τον τρόπο η υπόθεση μπορεί να είναι ακριβής, αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν είναι αντιπροσωπευτική της νουβέλας της Νορβηγής Γιένι Βαλ, καθώς το ρεαλιστικό στοιχείο βρίσκεται διαρκώς υπό αίρεση, η βεβαιότητα αν κάτι συνέβη όντως ή όχι κλονίζεται, κάτι το ονειρικό ή υπερρεαλιστικό ενυπάρχει εδώ, το απροσδιόριστο κυριαρχεί στην αφήγηση αυτή που περισσότερο με ένα χρονικό βάδισης σε μια νέα ήπειρο προσομοιάζει, αυτό δηλαδή που μια ιστορία ενηλικίωσης είναι τη στιγμή που πραγματοποιείται, εκεί όπου όλα είναι νέα. Υπό το πρίσμα αυτό, η νουβέλα διαπραγματεύεται και το ζήτημα της σεξουαλικότητας, ως εξερεύνηση ενός καινούργιου, θαυμαστού αλλά και τρομακτικού συνάμα κόσμου, με έντονη και διαρκή την παρουσία της φαντασίας ως ενεργού και καταλυτικού παράγοντα.

Η Βαλ πετυχαίνει να δώσει την ιστορία αυτή όχι απλώς μέσα από τα μάτια ενός νεαρού ατόμου, αλλά φιλτραρισμένη από τους συναισθηματικούς, γλωσσικούς και νοηματικούς μηχανισμούς του. Θέλω να πω, πως η ιστορία αυτή δεν είναι πιο παράδοξη από ό,τι είναι από τη φύση της η ίδια η ηλικία της Τζο, η ύστερη εφηβεία, το πέρασμα στον μεγάλο κόσμο της ενήλικης ζωής, των υποχρεώσεων αλλά και των απολαύσεων, εν πολλοίς απαγορευμένων ή απροσδιόριστων μέχρι πρότινος, ο κατακλυσμός από νέα ερεθίσματα και προοπτικές και η διαχείρισή του, η υπερθέρμανση των νευρώνων, το φούντωμα των ονειρώξεων και όλα όσα έπονται εν μέσω καθεστώτος ωρίμανσης και λήψης σημαντικών για το μέλλον αποφάσεων. Χάος και παράνοια, δηλαδή.

Η Βαλ πετυχαίνει να καταστήσει λειτουργικό τον ονειρικό ή/και υπερρεαλιστικό χαρακτήρα της αφήγησης της Τζο, που διαθέτει μια ιδιότυπη οικειότητα επί της οποίας εγκαθιδρύεται και ευδοκιμεί η σχέση του αναγνώστη με την προσωπική ιστορία της αφηγήτριας, αρκεί εκείνος να εγκαταλείψει την ανάγκη για σχέσεις αιτίου και αιτιατού, την ανάγκη για έναν ρεαλισμό όπου όλα είναι όπως είναι και δεν μπορούν να είναι αλλιώς αφήνοντας χώρο στο όνειρο και τη φαντασία, την ανάγκη για πλήρη διαφάνεια του τι έγινε και τι δεν έγινε, γιατί, τα περισσότερα από όσα συνέβησαν στη Τζο, δεν έχουν εξήγηση, δεν έχουν αιτιοκρατική σχέση, δεν είναι ξεκάθαρα, και σε αυτή τη ρευστή συνθήκη, περισσότερο από αλλού, εντοπίζεται ο κουήρ χαρακτήρας της νουβέλας. Η συνθήκη την οποία αφηγηματικά δίνει η Βαλ, πως όλα είναι πιθανά, όχι ωστόσο υπό το ραβδί της ωραιοποίησης, όχι, όλα είναι εδώ, τα λαμπερά και τα τερατώδη, οι μύκητες και τα μαργαριτάρια, όλα ανοιχτά, τίποτα δεδομένο.

Μου αρέσει αυτή η λογοτεχνία που δεν προσπαθεί να είναι κάτι άλλο από αυτό που θέλει να είναι, που δεν υποκύπτει στα θέματα που θέλει να θίξει, τη διερεύνηση της σεξουαλικότητας εδώ, μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, αλλά τα εντάσσει οργανικά στην πλοκή, ως μέρος της ζωής των χαρακτήρων, όπως συμβαίνει και στην ίδια τη ζωή άλλωστε, στην πραγματική ζωή. Είναι η λογοτεχνία που μου θυμίζει το πώς ένιωσα όταν είδα για πρώτη φορά την ταινία της Μιράντα Τζουλάι, Εγώ, εσύ και όλοι οι γνωστοί, αλλά και αργότερα διαβάζοντας το μυθιστόρημά της, Ο πρώτος κακός, αλλά και τη συλλογή των διηγημάτων της Ρίτα Μπουλγουίνκελ, Ανάσκελα, ένα από τα πλέον υποτιμημένα βιβλία της τελευταίας πενταετίας.

Η Βαλ, αρκετά γνωστή για τη μουσική της, αφηγείται με τον τρόπο της μια ιστορία φυγής από την πατρίδα, από το γνώριμο και ασφαλές περίκλειστο περιβάλλον της Νορβηγίας, και το πέταγμα προς μια άγνωστη νέα γη, μια ιστορία ενηλικίωσης και αναζήτησης, με τρόπο αβίαστο, παράδοξα ρεαλιστικό και πειστικό, παραμυθένιο και λυρικό, χωρίς να μακιγιάρει τις κακοτοπιές, τις παραβιαστικές συμπεριφορές, τη δυσκολία του να είσαι μια νέα γυναίκα. Το Ζυθοποιείο μαργαριταριών είναι μια νουβέλα που μουσικά θα ανήκε στην ονειρική ποπ και δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα έχουμε διαβάσει προερχόμενα από τη σκανδιναβική αυτή χώρα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα